Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

Κάτι ξεχασμένα του καλοκαιριού

Βρέθηκε αναπάντεχα σήμερα το απόγευμα ψάχνοντας για κάτι άλλο. Είναι οι λίγες γραμμές της Αστυπάλαιας. Ετεροχρονισμένο μεν, χρήσιμο δε, μέρες που έρχονται και τα μάτια με το κορμί μας αρνούνται να συνηθίσουν την ιδέα ότι κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Να τι σκαρώναμε στην καρδιά του καλοκαιριού:


Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011
Αστυπάλαια. Πέρα Γιαλός. Συνθλιμμένο απομεσήμερο με ξεκούραστα μάτια. Καθόμαστε στο Ντάπια με το wi-fi και συντάσσουμε την ασυνταξία του θέρους λίγο πριν τη μεσημεριανή βουτιά. Με σβηστές μηχανές βρίσκομαι στην πεταλούδα του Αιγαίου που χτυπιέται από τέσσερα πέλαγα.
Χθες που πήγαμε για μπάνιο στις Πλάκες μύρισα τα θυμάρια αυτού του άχτιστου τόπου με θρησκευτική κατάνυξη. Οι παραλίες του νησιού είναι δωδεκανησιακές, δηλαδή τίποτα το ιδιαίτερο μορφολογικά αλλά με καταγάλανα δροσερά και κρυστάλλινα νερά να τα πιεις. Η πανέμορφη χώρα, σε κρίση ταυτότητας, ταλαντεύεται ανάμεσα στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα με σαφή προτίμηση στις Κυκλάδες.
Το πιο ζωηρό πλάσμα του νησιού είναι οι γάτες. Σε κοιτούν με μάτια πληθωρικά από τον τρόμο της λαγνείας. Οι νύχτες γλιστρούν μέσα από τα χέρια μας σαν τον υδράργυρο. Δεν υπάρχει επιθετική απελπισία στους λίγους επισκέπτες του νησιού. Το τοπίο τις νύχτες κάτω από το μισοφέγγαρο και το φωτισμένο κάστρο του 1207 έχει μεταφυσική αγριότητα και αγιότητα και ξέρει να σου επιβάλλεται αν δεν είσαι λευκός εισβολέας.
Κοιτώντας τους μεγάλους γυμνούς όγκους στις πλαγιές σκέφτομαι πως  κάπως έτσι πρέπει να ήταν και τα άλλα αγαπημένα κυκλαδονήσια πριν την επέλαση των βαρβάρων.
Θέλω να γράψω καλοκαιρινά. Τα κείμενα να διαβάζονται σαν να πίνεις μοχίτο με καλοαλεσμένη τη ζάχαρη στο λάιμ και το δυόσμο.
Είναι ωραίο που εδώ δεν έχεις προσδοκίες επιβητορικές. Είναι μονόδρομος  να αφεθείς στον αέρα του νησιού. Δεν έχει κυνήγια αυτός ο τόπος. Ασφαιρος και μόνος δεν περιμένω τίποτα. Θέλω μόνο να εξαντλήσω τη χειμωνιάτικη βενζίνη που κρατάει ακόμη το ντεπόζιτο της ψυχής μου. Αφειδώλευτα θα σκορπίσω απλανή βλέμματα.


Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011
Ο Ιούλιος γέρνει προς τη δύση του και εγώ βρίσκομαι με την "παρέα της Μυκόνου" στην Αστυπάλαια. Τα νερά της έχουν πάρει από πάνω μου ό, τι ψυχοσωματικό συσσώρευσε ο δύσκολος χειμώνας του 2011. Το τριήμερο που έφυγε ήταν μια ξενάγηση στις αισθήσεις. Η πιο ωραία παραλία του νησιού είναι τα Καμινάκια. Ένας κακοτράχαλος δρόμος για 4 επί 4 σε βγάζει στη βοτσαλωτή παραλία που το φασκόμηλο έχει ποτίσει τον αέρα και τα νερά. Κάθε βουτιά ένα εκρηκτικό μεθύσι. Ένας υπέροχος βράχος αριστερά κατηφορίζει μέχρι που συναντά το πέλαγος. Πίσω μας μια στάνη με κατσικάκια που βελάζουν σκηνογραφεί ηθογραφία παπαδιαμαντική. Στο τραπεζάκι της «Λίντας» μας περιμένει θυμάρι, ρίγανη, φασκόμηλο και άλλα μυρωδικά των γύρω βράχων. Η οικογένεια της ιδιοκτήτριας, σαν κουβανέζικη,  όλη παρούσα σερβίρει άγαρμπα αλλά με ειλικρίνεια ό, τι βγάζει η στάνη, ο κήπος και το καϊκι της. Η σκορπίνα από το καϊκι του κυρίου Τάσου είναι γευστική πανδαισία.
Σκέφτομαι ότι σε τέτοια μέρη πρέπει να καταργηθεί η ομιλία και να επιβληθεί ο νόμος της σιωπής. Στο γυρισμό, το μάτι δεν χορταίνει να βλέπει την κόκκινη ενδοχώρα να αλλάζει χρώματα καθώς οι σκιές απλώνονται στις απέραντες εκτάσεις κενού. Το τζιπ αγκομαχάει, είμαστε 6, η μια στο πορτ μπαγκάζ, δεν χρειαζόμαστε μουσική ούτε ήχους. Το τοπίο σεληνιακό, σου δίνει την αίσθηση ότι έχεις προσγειωθεί σε άλλο πλανήτη.
Οι νύχτες είναι μονότονα υπέροχες. Κάθε βράδυ μαζευόμαστε στη «Θέα». Ο Απόστολος Ρίζος είναι το απόλυτο σάουντρακ των διακοπών μας. Τέσσερα βράδια παίζει τα ατμοσφαιρικά κομμάτια του χωρίς μικρόφωνο, με ένα ξυλόφωνο και μια κιθάρα. Η απαλή γράδα της φωνής του γρατσουνάει λεπτές ίνες της ψυχής και σε καταβάλλει. Το τρίτο βράδυ έχουμε μάθει όλα τα τραγούδια, είμαστε γκρούπις, γινόμαστε μια παρέα, ανταλλάσσουμε τηλέφωνα, είναι κρίμα οι άνθρωποι που διασταυρώνονται τόσο όμορφα και σε τέτοια ατμόσφαιρα να χάνονται.
Προτελευταία νύχτα εχθές, οι άλλοι μείνανε για ξεκούραση, εγώ βγαίνω για χαλαρό ποτάκι στην πλατεία με τους μύλους, στο «Νότο», τον «Μύλο», στα χύμα καφενεδάκια με τις ξύλινες καρέκλες, αλλά καταλήγουμε πάλι στη «Θέα». Νωχελικότητα και βαριές κινήσεις αλλά με σίγουρες αναπνοές, οι πιτσιρικάδες κάνουν ποδήλατο, οι έφηβοι κάθονται ακουμπώντας την πλάτη στους μύλους με ένα παγωτό, μια μπύρα ή τίποτα, όμορφα μαυρισμένοι στα άσπρα τους και το άσπρο φόντο. Το κάστρο δεσπόζει φρουρός ακοίμητος.
Με τη Σάσα και τους μαθητές μου από το Λύκειο του Κερατσινίου που τους πέτυχα αναπάντεχα, καταλήγουμε στη «Θέα» κουβεντιάζοντας ανάλαφρα για το βλέμμα των 17 χρόνων και την ανεπίστρεπτα χαμένη αθωότητα. Ποτέ δεν θα συνηθίσω την ιδέα του χαμένου, όπως και το πρωινό ξύπνημα. Το κινητό χτύπησε πάλι αυτές τις μέρες σε λίγο γλυκύτερο τόνο. Λες να αλλάξει κάτι;
Αύριο γυρίζω στην Αθήνα. Αλλά θα προλάβω να δω την αυγή στο κατάστρωμα του «Πάρος». Πάλι λίγο ήτανε αλλά θα ξανάρθουμε! Πάντα λίγο είναι ρε γαμώτο! Δεν χορταίνεται η ομορφιά.

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011
Χθες το μεσημέρι γύρισα από την Αστυπάλαια στον Πειραιά. Πρόλαβα να δω την αυγή στο Αιγαίο, την Αμοργό μολυβένια, τη Δονούσα σαν αραιωμένο ούζο, τα απόνερα του Μπλού Στάρ Πάρος σε τέλειους σχηματισμούς. Τα κορίτσια της παρέας έμειναν δυο μέρες ακόμα, εμείς αρνούμαστε να μείνουμε λιγότερο από μια εβδομάδα, γι' αυτό γυρίσαμε. Του χρόνου θα κάτσω ένα μήνα.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Το μακρύ θέρος του ’11 και το ρίγος του φθινοπώρου

Το καλοκαίρι συνήθως επιβάλλει τους ρυθμούς του και στην πολιτική. Αυτή όμως η νωχελική παράδοση φαίνεται για φέτος να διασπάται και τα μπάνια του λαού, οι παρά θιν’ αλός μικροαστικές απολαύσεις μας, απειλούνται πραγματικά. Το καλοκαίρι του 2011 θα είναι μακρύ και θερμό, αφού ο ιστορικός χρόνος συστέλλεται και διαστέλλεται κατά το δοκούν των λαών και ψύχεται ή τήκεται κατά τη συγκυρία. Η 28η Ιουνίου προβάλλει στον ορίζοντα ως η μητέρα των μαχών.Ας το πούμε απλά: «ή τώρα ή ποτέ»!

Η πανούργα ελληνική ιστορία έχει ξεδιπλώσει πολλές φορές το γαϊτανάκι της μέσα στο θέρος. Από την τραγωδία του 1922 και τα Ιουλιανά του 1965 μέχρι τη Μεταπολίτευση του 1974, το «βρώμικο» καλοκαίρι του 1989, την αλλαγή φρουράς του 1996 ως το 2004 της κραιπάλης των Ολυμπιακών Αγώνων, τα καλοκαίρια έδωσαν κρίσιμες ραφές στο υφάδι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Δεν γνωρίζω άλλη ευρωπαϊκή ιστορία τόσο πλούσια σε θερινά γεγονότα που να διαψεύδει με τόση απολυτότητα τη γνωστή ρήση του Έκο περί ειδήσεων και Αυγούστου.

Και όπως λέει το τραγουδάκι, επειδή κανείς δεν ξέρει το τέλος τι θα φέρει και επειδή συνήθως πίσω έχει η αχλάδα της ιστορίας την ουρά, ας ενεργοποιήσουμε έγκαιρα τα ανακλαστικά του πολίτη και ας αφουγκραστούμε τη δίνη των γεγονότων που έρχονται συμμετέχοντας από τον τελευταίο θεσμό που απομένει για τον πολίτη, όταν όλα γύρω κλυδωνίζονται: το δρόμο. Καθώς το κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό κάθε βδομάδα που περνά μεταβάλλεται με απρόβλεπτους ρυθμούς, οι απαιτήσεις από το κίνημα της πλατείας και το ρόλο των πολιτών αυξάνονται γεωμετρικά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ζούμε στιγμές φορτωμένες με συσσωρευμένη ιστορική βαρύτητα. Όπως επίσης, ότι το πολιτικό σύστημα, αντιστρόφως ανάλογα με την κρισιμότητα των στιγμών, τρεφόμενο από τα δραματικά του αδιέξοδα και πατώντας σε δυσθεώρητο αντιπροσωπευτικό κενό, δυσκολεύεται να δώσει προοπτικές βάθους που να εμπεριέχουν λύσεις για την άρση ενός πρωτοφανούς για τα μεταπολιτευτικά χρονικά κοινωνικού αδιεξόδου. Η επιστροφή της πολιτικής επισπεύδεται σε συνθήκες που βρίσκει πολλούς απροετοίμαστους. Εξού και το κίνημα της πλατείας φωτίζει με πράσινο λέιζερ σαν φουτουριστική σκηνή μεταμοντέρνας πανήγυρης. Ωστόσο, έστω και έτσι, το κίνημα των αγανακτισμένων πρέπει να μείνει στο πολιτικό παιχνίδι ως ο παράγοντας που θα επιβάλλει την αλλαγή στις νοοτροπίες και τις στάσεις όλων των συνιστωσών του πολιτικού συστήματος. Ήδη το αίτημα βρίσκει ανταπόκριση και οι προσεχτικοί αναλυτές μπορούν να δουν ότι η ατμόσφαιρα και η πολιτική ψυχολογία δείχνουν εμφανή σημάδια διαφοροποίησης. Ας μην τρέφουμε όμως αυταπάτες ότι από τα σπλάχνα ενός τόσο αντιφατικού κοινωνικού μορφώματος θα γεννηθεί κάτι νέο με την έννοια ενός νέου σχηματισμού, ενός ηγέτη, μιας γενιάς στελεχών κ.λ.π.

Σε κάθε περίπτωση, το φετινό καλοκαίρι θα είναι παράξενο. Τα σώματα, εθισμένα τέτοιο καιρό να ασκούνται στη διεκδίκηση της επιθυμίας, φέτος θα κληθούν να θυμηθούν. Να θυμηθούν ότι η μοναξιά δεν είναι μονόδρομος, να θυμηθούν ότι η ιστορία παράγει νέες μορφές συλλογικών υποκειμένων, να θυμηθούν ότι η σύγκρουση είναι η εσχάτη οδός συντήρησης της ατομικής και εθνικής αξιοπρέπειας. Ας αρχίσουμε να συμφιλιωνόμαστε με την ιδέα της χρεοκοπίας, αν και είναι το απευκταίον. Αλλά τουλάχιστον ας κρατήσουμε το λόγο μας πως, αν είναι να μας βρει το κακό, τουλάχιστον να μας βρει όχι με αυτούς στο θρόνο. Μια χρεοκοπία με ΠΑΣΟΚ και μια χρεοκοπία με μια λαϊκή κυβέρνηση εθνικής ανάγκης θα είναι διαφορετική. Ας ματώσουμε που θα έλεγε και ο ΓΑΠ αλλά τουλάχιστον να ξεδιαλύνει το τοπίο. Γιατί με τα υπάρχοντα δεδομένα το… μεσοπρόθεσμο και το μακροπρόθεσμο μέλλον μας φαντάζει σκοτεινό.

Τώρα λοιπόν που βράζει το σίδερο. Και προτού οι πρώτες ψιχάλες της βροχής σκοτώσουνε το καλοκαίρι ας επιβάλλουμε τη βροχή από κάτω. Εκείνος δεν αντιστάθηκε. Απλά επέλεξε. Σε εμάς λοιπόν αναλογεί το βάρος της ιστορικής απόφασης. Αυτό το καταγωγικό βαρίδι μας, ο λόγος του Σβορώνου ότι ο αντιστασιακός χαρακτήρας διέπει την ιστορία μας, ας γίνει το δικό μας, για να μιλήσουμε με τη δική τους μετά-γλώσσα,  επικαιροποιημένο σχέδιο. Το ζητούμενο είναι η επανεκκίνηση της κοινωνίας. Άμεσα, δραστικά και εν-ιστορικά. Τα υπόλοιπα θα έρθουν αφού το άλογο μπει μπροστά από το κάρο. Τα θερινά σινεμά και οι θάλασσες μπορούν να περιμένουν.


Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Η Θάλασσα στο Σύνταγμα

Αλλόκοτο καλοκαίρι το φετινό. Μας κλείνει το μάτι η εξεγερσιακή προοπτική που διανοίγεται καλοκαιριάτικα σε μια εποχή που είχαμε συνηθίσει να ζούμε την εξέγερση των σωμάτων και να προετοιμάζουμε τις θερινές διακοπές στις θάλασσες και τα λαγκάδια της ελληνικής επικράτειας. Είχα τις υποψίες μου, αλλά τώρα πια το εμπέδωσα. Στις θάλασσες δεν βουλιάζαμε για να ζήσουμε αυτή την ψευδαίσθηση ελευθερίας και ολιγόωρης φυγής απο την πραγματικότητα. Πηγαίναμε και βάζαμε το κεφάλι μας κάτω από το νερό μπας και μπορέσουνε τα κύματα να πάρουν μακριά τη συννεφιά του βλέμματος, το ασύμμετρο βάρος της καθημερινότητας. Τώρα πια όμως δεν χρειαζόμαστε τη θάλασσα. Γιατί τώρα πλημμυρίζουν οι δρόμοι και οι πλατείες. Και πρέπει να είμαστε παρόντες.

Τώρα θα πάμε στην πλατεία Συντάγματος, γιατί έχουμε ραντεβού με την Ιστορία. Γιατί τώρα διαμορφώνεται ένα νέο συλλογικό υποκείμενο και όλες οι περίπλοκες ατομικές μονάδες του είμαστε ισάξιες συνιστώσες. Οφείλουμε να είμαστε εκεί και θα είμαστε. Γιατί τώρα είναι η ώρα της δράσης που χρόνια περιμέναμε όσοι δεν μας χωράγανε τα κομματικά στεγανά. Γιατί στις 15 Ιουνίου (πιθανή ημερομηνία ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου στη Βουλή) πρέπει να είμαστε 1.000.000 άνθρωποι απέξω και τώρα πια είναι εφικτό! Και να ζητήσουμε:

1. πτώση της κυβέρνησης
2. εκλογές
3. κατεδάφιση της μνημονιακής πολιτικής και των συνοδοιπόρων προθύμων κομμάτων.
4. ενότητα της Αριστεράς σε ένα μίνιμουμ συμφωνιών και δυναμική προσέγγιση των φευγάτων από το ΠΑΣΟΚ με τη ριζοσπαστική Αριστερά
5. την ένταξη των σοβαρών διανοουμένων, που διατηρούν υψηλή αξιοπρέπεια και πατριωτικό αίσθημα, στο κίνημα με σοβαρές και ρεαλιστικές προτάσεις εθνικής ανασυγκρότησης. Από την οικονομία και την παιδεία μέχρι τους θεσμούς της Δικαιοσύνης και του Δημοκρατικού Πολιτεύματος. Όλα με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, στις γειτονιές και τους χώρους εργασίας.

Προς θεού, ούτε αυταπάτες τρέφω ούτε τα "χειμερινά ανάκτορα" βλέπω να πέφτουν. Προπαντός με αγανακτεί το θέαμα της χασισοκατάστασης και της τσίκνας από τα σουβλάκια, με ενοχλεί το κιτς θέαμα αλλά και η έλλειψη ενός κέντρου και ενός άξονα αναφοράς στο υποτίθεται διεκδικητικό μέτωπο του κινήματος που συχνά δείχνει να χάνεται στη μετάφραση του...διαδικαστικού. Μεταμοντέρνο πανηγύρι δείχνει ώρες ώρες το κίνημα και με ξενίζει, μου επαναφέρει τις αμφιβολίες και τους δισταγμούς. Με αγανακτεί το ίδιο η υποκρισία των διανοουμένων της Τρίτης, του Μίκη και ένιων που μοιάζουν απόγονοι των Λωτωφάγων. Δεν είναι αυτό που θέλουμε στο Σύνταγμα, όσοι παραμένουμε πιστοί στη γοητεία του λόγου, της οργανωμένης και συνειδητοποιημένης έκφρασης, του συγκροτημένου, του συγεκριμένου, του κοινωνικά ώριμου και επωφελούς.

Αλλά θα είμαστε εκεί. Γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Γιατί το κίνημα αυτό πρέπει να στηριχτεί, να ενισχυθεί και να παραμείνει στο πολιτικό παιχνίδι ως θετικός αστάθμητος παράγοντας. Ξέρω κάποιοι θέλουν εδώ και τώρα λύσεις. Λυπάμαι, αλλά ας μην περιμένουμε τρελά πράγματα. Το πιο ρεαλιστικό που ίσως διαφαίνεται είναι να επιβάλλει το κίνημα μια κατάσταση αλλαγής στη στάση των κομμάτων της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Πολύ δύσκολα θα  προκύψει κάτι μέσα από τα αντιφατικά σπλάχνα του ίδιου του κινήματος. Το πολιτικό σύστημα αυτή τη στιγμή πατά σε απόλυτο κενό. Και η δημοκρατία, ως γνωστόν, τα απεχθάνεται αυτά.

Συνεπώς, απόψε το βράδυ, μετά τις 9, ο Πανωλεθρίαμβος σας δίνει ραντεβού στο Σύνταγμα. Θα είναι εκεί και η Ιστορία....

Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Ο Παπάζογλου και η δεκαετία του ‘80



Υπάρχει κάτι πολύ γλυκό στον τρόπο με τον οποίο υποδέχτηκε η ταλαιπωρημένη χώρα μας τον θάνατο του Νίκου Παπάζογλου. Χωρίς τυμπανοκρουσίες και μεγαλοπρεπή αφιερώματα, ο Παπάζογλου προκάλεσε στις συνειδήσεις μας αυτό που δίδασκε με το ήθος και το ύφος του. Μας ανάγκασε να μιλήσουμε γι’ αυτόν με τη φωνή του και να κοιτάξουμε για λίγο με το βλέμμα του, με τον τρόπο δηλαδή που ο ίδιος προσέγγιζε τον κόσμο: χαμηλόφωνα, απλά και με συνεσταλμένη αξιοπρέπεια. Πέτυχε να γίνει αντικείμενο συζήτησης στις παρέες, χωρίς να μιλούν γι’ αυτόν με επικές κουβέντες και βαριά ρητορική, αλλά θρηνώντας υπόκωφα και ψιθυριστά το χαμό ενός πολύ αγαπημένου καλλιτέχνη. Αυτός ο τόπος τουλάχιστον δεν έχει ξεχάσει τους αβρούς τρόπους της θρηνωδίας.

Ο Νίκος Παπάζογλου υπερέβαινε την εποχή του, που τον στένευε σαν δυσάρεστος κορσές. Ο ίδιος ήταν έτη μπροστά από τη Μεταπολίτευση που τον ανέδειξε, πόσο μάλλον από τη χαμένη δεκαετία του 1980 με την ανυπόφορη ισοπέδωση που προκάλεσε το ΠΑΣΟΚ στην έννοια του λαϊκού, Ο Παπάζογλου είχε ανακαλύψει το εναλλακτικό προτού αυτό γίνει trendy alternative από ημιμαθή μειράκια των Αθηνών. Σύμφυρε μέσα του το λαϊκό και το λόγιο, το ρεμπέτικο με το ροκ, το απολλώνιο με το διονυσιακό, το ελληνικό με το κοσμοπολίτικο, την Ανατολή με τη Δύση. Με το μουσικό ύφος και με το ανθρώπινο ήθος του έδειξε πως μπορείς ως άνθρωπος να στέκεσαι ακομπλεξάριστα απέναντι στην παράδοση και το μοντέρνο, χωρίς εκζήτηση και αλαζονεία, έδειξε πως μπορείς να κουμαντάρεις και να χωνέψεις τις πιο παράξενες αντιφάσεις και να αποτελέσεις ως άνθρωπος και κατ’ επέκταση ως κοινωνία ένα πεδίο δοκιμών και πειραματισμών ελεύθερο και ανοιχτό στην ομορφιά, απ’ όπου κι αν προέρχεται. Υπέδειξε έγκαιρα τον πίσω δρόμο που οδηγεί στην «εκδίκηση της γυφτιάς» εκεί που το «θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό» μετατρέπεται σε πυξίδα ζωής και χαραμάδα ελευθερίας.

Η προσφορά του στη μουσική μένει να αποτιμηθεί από τους αρμόδιους. Εγώ όμως ξέρω ότι χωρίς τον Παπάζογλου και τη σχολή που δημιούργησε (αλήθεια τι ανώτερο από το να είσαι Δάσκαλος) ονόματα όπως Μάλαμας, Παπακωνσταντίνου, Ιωαννίδης, Περίδης, Θηβαίος κ.λ.π. θα ήταν άγνωστα σε μας και το ελληνικό τραγούδι που πια πειραματίζεται έχοντας λύσει υπαρξιακά διλήμματα και αγκυλώσεις, δεν θα ήταν το ίδιο. Μας συνιστούν τα ετερόκλητα είχε γράψει κάποτε σε έναν δίσκο του. Ο Παπάζογλου με τον τρόπο του, απ’ το παλιό καλό χαρμάνι της παράδοσης, του ρεμπέτικου και της λαϊκής ψυχής, μας δίδαξε ότι είναι νόμιμο να συγκερνάς αντιθέσεις. Δεν είναι μεταμοντέρνο. Μεταμοντέρνα είναι η ισοπέδωση. Γι’ αυτήν ευθύνονται άλλοι.

Σε πιο προσωπικό επίπεδο μιλώντας, στις δύσκολες εποχές του «όλα πάνε με όλα», στα δικά μας εφηβικά χρόνια που είχαν ως κυρίαρχα πρότυπα γύρω μας Κλικ, Μύκονο και ιδιωτική τηλεόραση, ο Νίκος Παπάζογλου με τα τραγούδια του, που ήταν κοινής αποδοχής, κράτησε κόσμο και κοσμάκη σε μια συνετή επαφή με τη γνησιότητα της λαϊκής ψυχής. Για μας τα αγοράκια, τα τραγούδια του  όρισαν εναλλακτικά την αρσενικότητα παραδίδοντας μαθήματα λαϊκής αισθηματικής αγωγής στην εποχή της «ρευστής αγάπης», όπως τη χαρακτηρίζει ο Ζύγκμπουντ Μπάουμαν. Να μιλάς όταν έχεις κάτι να πεις (5 προσωπικοί δίσκοι σε 35 χρόνια και βέβαια τηλεοπτικά σχεδόν ανύπαρκτος), να ανοίγεις δρόμους και να αναγνωρίζεις το καλό, να αποζητάς την ατμόσφαιρα, να δίνεις με ειλικρίνεια ψυχής, να δακρύζεις με δωρική αξιοπρέπεια χωρίς  το δάκρυ σου να γίνεται κλάψα.

Για όσους από μια υπεροπτική και κοσμοπολίτικη σκοπιά προσπερνούν αυτό το είδος τραγουδιού που λέγεται «έντεχνο λαϊκό» και το στιγματίζουν με την κατηγορία της μαυρίλας τι να πεις… Όποιος δεν μπορεί να ξεχωρίσει τη γνησιότητα του αισθήματος από το faux, μάλλον, είναι συναισθηματικά φτωχός. Αναμφίβολα κακοποιήσεις υπήρξαν. Και κακές μιμήσεις επίσης.  Όμως πάντοτε το πρόβλημα στην τέχνη δεν υπήρξε ο Καρυωτάκης αλλά ο καρυωτακισμός.

Οι λυγμικές απολήξεις της φωνής του, αυτό το ήπιο κλάμα, η φωνή που μοιρολογούσε ακόμα και στη χαρά, ακόμα και στο ανατολίτικο τσιφτετέλι (ως Ηπερώτες ξέρουμε από το γάλα της μάνας μας να κλαίμε στη χαρά), η βυζαντινή θρησκευτικότητα και η βαθιά αίσθηση ότι είσαι ξένος και απόκληρος, η γελαστή εφηβικότητα στο εξώφυλλο της «Γυφτιάς», θα μας συντροφεύουν στις πιο προσωπικές και μουσικές μας διαδρομές.

Σάββατο 2 Απριλίου 2011

Κουρασμένη, αλλά Άνοιξη

Φλέγεται κανείς;


Αν κρίνω από τις συζητήσεις στις ταβέρνες και τα μπαρ, μάλλον βιώνουμε μια περίοδο σιγανής απομάκρυνσης από το πάθος, το θάμβος και τους εσωτερικούς κρότους. Πλέον, οι ιστορίες καθημερινής τρέλας και συλλογικής παράκρουσης πληθαίνουν τριγύρω και δεν αποφεύγεται η διασταύρωσή μας με κάποιο ανθρώπινο δράμα, απόλυσης, ανεργίας ή δυσκολίας, που σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με τη μετα-μνημονιακή μας πραγματικότητα.

Όμως, έρχεται Άνοιξη, έστω ταλαιπωρημένη, έστω βαρύθυμη, έστω σερνάμενη. Εαρ αειπάρθενο, καταπώς το ήθελε ο Καρούζος, και έρχεται η ώρα να σκορπίσουμε και πάλι το αίμα μας σε πολύτιμες τρέλες. Η ανάγκη για αυτοάμυνα προκαλεί την επιθυμία για σωματική διέξοδο από τα συμπαρομαρτούντα της κρίσης.

Γιατί θα πρέπει να ομολογήσουμε ευθαρσώς, δίνοντας ο ένας οξυγόνο στον άλλο, ότι σ' αυτή την οικονομική, πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική κρίση, δεν της επιτρέψαμε, κάποιοι που ακόμη τιναζόμαστε σε απροσδόκητα τσιμπήματα, να γίνει κρίση σωματική και κρίση βλέμματος. Συνεχίζουμε, να διαβάζουμε, να γράφουμε, να βλέπουμε βαθιά, να ακούμε μ' ανοιχτά αυτιά, να συζητάμε γύρω από μπουκάλες, να φιλάμε, να αφήνουμε κομμμάτια ύπαρξης εδώ κι εκεί, όπου μας στέλνει ο πεπρωμένος κόσμος μας.

Κάποιοι φίλοι νοίκιασαν νέο σπίτι, ένας κολλητός απολύεται στη Λήμνο, ένας άλλος σμίγει ημιπαράνομα με έναν ωραίο πόθο στο Ιόνιο, ο άλλος την Τρίτη του Πάσχα βαφτίζει τα δίδυμα κοριτσάκια του, ένας αγαπητός καθηγητής Πανεπιστημίου ετοιμάζει διάλεξη για τον "ρόλο του διδάσκοντος στην άγονη εποχή του σκεπτικισμού-μηδενισμού", ο άλλος βρήκε καινούργια φιλαράκια και παίζουν τις νύχτες σε ένα σπίτι μακριά από την Αθήνα Θανάση Παπακωνστανίνου. Και εμείς εδώ είμαστε, ανοίγουμε τα πουκάμισα, αναμένουμε τον ήλιο, αλλά και εμάς μας περιμένουν οι θάλασσες, έτοιμοι για νέα αινίγματα και ανοίγματα στις ξέθολες γραμμές των οριζόντων. Χθες, στο Black Duck της Πλατείας Καρύτση, σε λιτό και ατμοσφαιρικό δείπνο δυο ατόμων, ενός αρσενικού και ενός θηλυκού, πίνοντας ροζέ "Βιβλία Χώρα" ξετυλίχτηκαν οι εικόνες της εαρινής αισιοδοξίας. Φεύγοντας, η φωνή της Εντιτ Πιάφ όλο και πιο δυνατή καθώς πλησιάζαμε και καθώς η βροχή πασπάλιζε τους δρόμους, μας οδήγησε σε μπάρ-τρύπα για δυο βιαστικές σφήνες, όσο κρατάει ένα τραγούδι. Η νύχτα έκλεισε στο γνώριμο στέκι με τη λαίλαπα να παίρνει εκδίκηση.

Ανέκδοτος Μίλτος Σαχτούρης:

ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
Έρχεται φέτος κουρασμένη
η Άνοιξη
κουβαλάει τόσα χρόνια
τα λουλούδια πάνω της

Σκοτεινοί άνθρωποι
στις γωνιές την παραμονεύουν
για να την τσακίσουν

αυτή όμως
με κρότο
ανάβει ένα ένα
τα λουλούδια της
στα μάτια τους τα ρίχνει
να τους στραβώσει.



Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

ΑΝΥΠΟΧΩΡΗΤΑ ΑΥΘΑΔΗΣ



Στροβιλίζομαι σε μια δίνη από γεγονότα που αδυνατώ να διαχειριστώ. Είπα να πάψω να γράφω για λίγο, αφού και η γραφή-μυθοποιημένη κι αυτή, όπως τόσα άλλα- έγινε κι αυτή πληγή. Ανήκω στο είδος των Σκορπιών που για να μην τσιμπήσουν τον άλλον αυτοδηλητηριάζονται λαίμαργα, οπότε τελευταία μηρυκάζω το αίμα μου.

Αισθάνομαι να έχει στερεοποιηθεί γύρω μου μια λάβα υπερεκχειλισμένη, από ένα ηφαίστειο που κάπνιζε καιρό. Έφτασα στα 30 για να βιώσω τώρα μια ετεροχρονισμένη αγωνία για τη σχέση της ατομικής μου ταυτότητας με την κοινωνική πολλαπλότητα. Με απειλεί η ραδιενέργεια της εποχής και του τόπου μου, που ενίοτε του αισθάνομαι να είμαι βάρος και ενίοτε τον αισθάνομαι πάνω μου σαν βάρος. Αν, όπως λέγεται, είμαι ένα προβληματικό και προβληματισμένο άτομο που μάλλον σε άλλη εποχή ζει και άλλη εποχή βιώνει, οφείλω απέναντι στην ιστορία μου τη σιωπηλή παραδοχή της ήττας. Άλλωστε, τόσα χρόνια γι’ αυτή προετοιμαζόμαστε και ας μη θέλαμε να το πιστέψουμε, με τα διαβάσματα, τα ακούσματα και τις κρίσιμες επιλογές της ζωής μας, επαγγελματικές και προσωπικές. Για να είναι γαλήνια και σώφρων τώρα η αντιμετώπιση. Επικεφαλής ενός ρομαντικού σχεδίου για τη ζωή που κατά βάθος, ίσως, δεν χωρά άλλους, επέμενα με δονκιχωτικό πάθος να συντονίζω τους πόθους μου με την ηθική της ευθύνης, αισθανόμενος υπόλογος τόσο στον Κάντ όσο και στον Φουκώ.

Τώρα, τα περήφανα άλογα, οι επιθυμίες μου, γονάτισαν χάμω.

Θα περιμένω την Άνοιξη και τις θάλασσες, θα περιμένω την αλλαγή τριγύρω και μέσα, γιατί έτσι έχω μάθει και αυτό το «έτσι έχω μάθει» θέλω να είναι το τελευταίο μου καταφύγιο. Ο καιρός του κυνηγιού έχει αρχίσει όμως. Ποιος θέλει να είναι κοτσύφι σε τέτοιους καιρούς;


…………….
…………….
…………….

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Ατύχημα

Μια φορά κι έναν καιρό ένα τεράστιο παιδί μου χάρισε το ζεστό της αίμα/
και μπήκα στο παραμύθι της σαν λευκός κύκνος/
από το παράθυρο/
όμως εκείνη ήταν άγγελος/
και κρύωνε/
και δεν άντεχε το παράλογο/
και τα βράδια που ανάβαμε τζάκι στο κρεβάτι της/
καίγονταν τα φτερά της/
κι εγώ είχα αστάθεια στο βλέμμα/
όμως εκείνη κάτι βρήκε και ερωτεύτηκε/
τη φωνή μου/
εγώ πάλι τα κόκκινα μάτια της/
κι εκείνη μου σκελέτωνε το μέλι που έσταζα/
έκοβε με το μαχαίρι και μοίραζε τα λόγια μου/
γιατί σαν άνεμος και νερό που ήταν/
της άρεσαν τα τραγούδια και/
ήξερε από την παλιά ζωή της/
«πως ένα κορμί δεν είναι μόνο αγκαλιά/
είναι μια πατρίδα που θα γίνει/
ξενητιά»/.

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Καρυωτάκης, ειρωνεία, σήμερα

                                                                                                    Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω,
                                                                                                    ανίατα μεσοπόλεμος.
                                                                                                                             Βύρων Λεοντάρης

                                                                                          
Το 1938 ο Γιώργος Θεοτοκάς αναρωτιόταν χαιρέκακα: «Αν θελήσουμε όμως να κάνουμε αφαίρεση όλης αυτής της επεισοδιακής συναισθηματολογίας, αν προσπαθήσουμε να κρίνουμε το έργο καθεαυτό, χωρίς καμία προσωπική προκατάληψη υπέρ ή κατά και με αυστηρά πνευματικά κριτήρια, όπως αρμόζει να κρίνουνται τα έργα τέχνης, τι θα μείνει από τον Καρυωτάκη ως ποιητή;» Αμείλικτο το ερώτημα. Ωστόσο, ο ιδεολογικός μανιφεστάρχης της Γενιάς του ’30, προτού το διατυπώσει,  θα μπορούσε ίσως να λάβει υπόψη του μια, έμπλεη αυτοειρωνείας, απάντηση που είχε δώσει ο ίδιος ο Καρυωτάκης σε ανύποπτο χρόνο:

«Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρνουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.»
                              («Υστεροφημία», Ελεγεία και Σάτιρες, 1927)

Προφανώς η τελευταία φωτογραφία του καταραμένου ποιητή που μας επισκέπτεται σε κάθε εθνική ή ατομική ύφεση.
Πρέβεζα, 21 Ιουλίου 1928
Ο Καρυωτάκης εισέβαλε στην Ποίηση με απελπισία και σχεδόν νομοτελειακά. Δεν είδε την Ποίηση σαν ένα πεδίον δόξης λαμπρόν, αλλά σαν φυσική διέξοδο της απομάκρυνσής του από την πραγματικότητα που πληγώνει ασύμμετρα:

«Μας διώχνουνε τα πράγματα, κ’ η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.»
                                  («Είμαστε  κάτι…», Ελεγεία και Σάτιρες)

Όμως, η Ποίηση, για τον προώρως υποψιασμένο Καρυωτάκη, κατέληξε σύντομα μια τραγική απάτη και αυτή η παραδοχή εκ μέρους του συνιστά το αφετηριακό σημείο της σαρωτικής ειρωνείας που επιφυλάσσουν οι  στίχοι του  απέναντι σε κάθε σοβαροφανή εκδήλωση του ανθρώπινου πνεύματος. Διακρίνω τρεις μορφές καρυωτακικής ειρωνείας:
α) προς την αξία και τον ρόλο της ποίησης,
β) προς την κοινωνική πραγματικότητα,
γ) προς την αδυναμία ολοκλήρωσης του ανθρώπου (αυτοειρωνεία).

Ποτέ πριν τον Καρυωτάκη η Ποίηση δεν είχε απειληθεί περισσότερο από έναν τέτοιο διαλυτικό σαρκασμό («Η σκέψις, τα ποιήματα,/βάρος περιττό»). Ποτέ πριν η συνοφρυωμένη διανόηση και ο ποζάτος στοχασμός δεν είχαν αντιμετωπίσει τέτοιον εσωτερικό εχθρό-δυναμίτη στα θεμέλιά τους, τέτοια επιθετική απομυθοποίηση:

«Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.»
                                   («Όλοι μαζί…», Ελεγεία και Σάτιρες,)

Σε κάθε περίπτωση, η ειρωνεία στον Καρυωτάκη γίνεται το παρδαλό ένδυμα της μελαγχολίας. Η απαισιοδοξία, η ματαιότητα και ο θάνατος είναι, βέβαια, σταθερά μοτίβα της ποίησής του. Η νεοελληνική μιζέρια και υποκρισία καθρεφτίζονται στην ποιητική συνείδηση του Καρυωτάκη, όμως, σαν αποσταγμένες ατομικές ψυχικές καταστάσεις. Στον Καρυωτάκη η μελαγχολία και η απαισιοδοξία πρέπει να εκληφθούν ως προϋποθέσεις της ειρωνείας. Η ειρωνεία καθίσταται έτσι η εφαρμοσμένη ηθική και αισθητική της ποίησής του. Οι λυγμικές απολήξεις της μελαγχολίας του τιθασεύονται και εκτονώνονται με την ειρωνεία. Και η παρακμή γίνεται το περίγραμμα, εντός του οποίου εξαπολύεται η κοινωνική σάτιρα του ποιητή. Που προφανώς αισθανόταν να τον συντρίβει το περιβάλλον και η εποχή του. Και που αναμετριόταν δραματικά με τους ανθρώπους, το στίχο, το μέτρο και τη γλώσσα. Η πορεία από τον Πόνο του Ανθρώπου και τα Νηπενθή ως τις Σάτιρες είναι η διαδρομή μιας συνείδησης που  δεν μπόρεσε να ζήσει σε κατάφαση με τον καιρό της. Είναι, άραγε, τόσο μεγάλη η απόσταση αυτής της διαδρομής; Πιστεύω πως όχι. Η ειρωνεία απέχει από τη μελαγχολία μόλις ένα, αλλά κρίσιμο, σκαλί.

Το μόνο ζωογόνο στοιχείο σ’ αυτή τη διάστικτη από θανατόπνοο ήθος ποίηση είναι η ανατρεπτική ειρωνεία. Χάρη σ’ αυτή, τα ποιήματά του αναπνέουν και απογειώνονται. Η ειρωνεία στέκεται πάνω από τη μελαγχολία και είναι το κομβικό στοιχείο μιας ανεπανάληπτης ποιητικής έκφρασης. Η ποίηση του Καρυωτάκη καθίσταται υψηλής αξίας αισθητικό γεγονός, αφ’ ης στιγμής ο λόγος αυτοϋπονομεύεται και σαρκάζεται με επιθετικότητα. Η ειρωνεία στον Καρυωτάκη, προϊόν μιας οξύνοιας τραγικής που την αναγνώρισε μέχρι και ο Καραντώνης, τον οδήγησε στις εσχατιές της θλίψης. Από εκεί πέρασε στα όρια της σιγής.
                                                        
                                                                * * *
Η φωνή του είναι ψίθυρος ενοχλητικός που φλερτάρει με το βυθό της αβύσσου. Είναι μια πρόκληση προς τον «κοινό» άνθρωπο της μάζας, με την «μικράν, κατάπτυστον ψυχήν» και την «ιδιοτελή καρδίαν», όπως έγραψε ο ίδιος στο «Εις Ανδρέαν Κάλβον». Ο Καρυωτάκης υπήρξε προνομιακός συνομιλητής της μελαγχολίας και βυθομετρητής απύθμενων ναυαγίων. Γι’ αυτό γοητεύει τους νέους και όχι για τον πεισιθάνατο συναισθηματισμό του που, χωρίς τη σαρκαστική διάθεση, θα μπορούσε να εκληφθεί και ως νερόβραστος νοσταλγισμός. Ο Καρυωτάκης χωρίς την ειρωνεία δεν θα ήταν μείζων ποιητής. Ο μοντερνισμός του συνίσταται σε αυτό το μεγαλοπρεπές ειρωνικό κοίταγμα, σε αυτή τη γραφή που αποθεώνει την αμφιβολία σαν την πιο μεγάλη βεβαιότητα, καθώς την ήθελε κι ο Μπρέχτ.

Η μεγάλη προσφορά του Καρυωτάκη στο νεοελληνικό ψυχισμό είναι ότι μας συμφιλίωσε με την παρακμή και τη μελαγχολία. Μαζί με τον Καβάφη υπήρξαν οι ποιητές που εξέφρασαν αισθητοποιημένη τη μολυσμένη ατμόσφαιρα του νεοελληνικού κρατιδίου. Ο Καρυωτάκης συνομιλεί ατμοσφαιρικά με τον Καβάφη (τον άλλο μεγάλο ειρωνικό) σε στίχους όπως: 

«Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε»

ή

«Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε».
                                       («Είμαστε κάτι…», Ελεγεία και Σάτιρες)

Ο συγκλονιστικός «Μιχαλιός», με το αντιπολεμικό αλλά και βαθύτατα κοινωνικό του περιεχόμενο, είναι ο αντιήρωας που συναντιέται στο διακειμενικό πεδίο με τον ρίψασπι του περίφημου ελεγειακού δίστιχου του Αρχίλοχου. Θεωρώ αυτό το ποίημα απαύγασμα της πικρής ειρωνείας του Καρυωτάκη και διαχρονικό κλείσιμο του ματιού προς κάθε σημαδεμένο απ’ τον καιρό, που «δε μπόρεσε να μάθει καν το ¨επ’ ώμου¨» και ένιωσε κάποτε ότι δεν τον χωρά ο τόπος, γιατί:

«Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος»

                                                             *********
Τώρα θα κάνω τη γενίκευση. Γιατί μας αφορά σήμερα ο Καρυωτάκης; Τι προσδοκίες γεννά στον ανυποψίαστο, ίσως, νέο αναγνώστη της ποίησης; Μπαίνω συχνά στον πειρασμό να κατοχυρώσω έναν περιεκτικό χαρακτηρισμό για έναν συγγραφέα που αγαπώ. Καταθέτοντας έναν παρακινδυνευμένο αφορισμό θα έλεγα πως ο Καρυωτάκης είναι, σήμερα, ποιητής της εθνικής αυτογνωσίας, μιας πατρίδας που ζει εθνικά και συλλογικά ένα παρατεταμένο ΄22 χωρίς προσφυγιά. Γι’ αυτό δεν τον κατανόησε η γενιά του ’30 που βαυκαλιζόταν με το να πιστεύει σ’ ένα θολό εθνοκεντρικό όραμα. Ενώ τον Καρυωτάκη τον συνέτριβε η ελληνική φύσις με τις λερές «Πρέβεζες». Ο Καρυωτάκης μας έβαλε τον καθρέφτη κατάμουτρα χωρίς παραμορφωτικούς φακούς. Γι’ αυτό και είναι ο ποιητής που απωθούμε, αλλά ριζωμένος καθώς είναι στο συλλογικό μας υποσυνείδητο, όσο τον απωθούμε τόσο επανέρχεται πιο απειλητικός και αποκαλυπτικός.

Όσοι έχουμε το μάτι μας υγρό και μέσα μας τον Άδη, θα γοητευόμαστε πάντα από την ποίηση του Καρυωτάκη, του Μεγάλου Ειρωνικού. Ο ποιητής που είδε τη ζωή σαν αξημέρωτη νύχτα και χάιδεψε τα σκοτάδια της ψυχής του θα είναι διαχρονικά παρών σε κάθε εθνική και ατομική ύφεση. Και για τον κόσμο του σήμερα, που πορεύεται χωρίς πίστη κι αγάπη, χωρίς έρμα και χρυσή πανοπλία, λάφυρο του ανέμου, ο Καρυωτάκης είναι ποιητής σημαδιακός.

 Η ελπίδα και η νεότης παραμένουν έννοιες αφηρημένες. Και το ερώτημα τόσα χρόνια μετά παραμένει το ίδιο:

 «Θα βρούμε τουλάχιστον το βυθό της αβύσσου;» 

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Εγώ πάντως φοβάμαι τους Έλληνες

«Γίνεται κανείς ρατσιστής ή ξενόφοβος
πολύ εύκολα, αρκεί να μην αισθάνεται
αρκετά σίγουρος για τον εαυτό του»
                   Τζβεντάν Τοντόροφ

Τρεις μέρες τώρα, απ’ όταν ένα στοιχειωμένο καράβι της γραμμής Χανιά-Αθήνα μετέφερε στην πρωτεύουσα τον πανικό, με 238 ασθενικά κορμιά στο κατάστρωμά του, αισθάνομαι τρομοκρατημένος από την αγλαή αντίληψη της κοινής γνώμης περί του μεταναστευτικού προβλήματος. Η επιπολαιότητα περισσεύει και πολύ συχνά μετατρέπεται σε προσβολή στην ανθρώπινη αυταξία.

Όπου σταθείς αυτές τις μέρες και σε ξέρουν λιγάκι, δεν γλιτώνεις από τα δόντια του πικραμένου και ξάφνου αναγεννημένου μικροαστού. Που δείχνει να παίρνει τα πάνω του, όταν ο δημόσιος διάλογος γυρίζει στο μεταναστευτικό. Σαν να αντλεί κουράγιο από το μίσος.

Τους κατανοώ, είναι φοβισμένοι. Αλλά τους φοβάμαι επίσης, το ίδιο. Φοβάμαι τους Έλληνες στη χώρα μου! 

Είναι τρομερή η μέρα εκείνη (τέτοιες ζούμε) που ο σκουληκάνθρωπος και σκουπιδάνθρωπος της μίζερης καθημερινότητας, καταδικασμένος κοινή συναινέσει σε ισόβια δεσμά, ξεσπά επιδεικνύοντας όλα τα συντηρητικά αντανακλαστικά του. Τους βλέπω να ξεσπαθώνουν εναντίον των κακόμοιρων Αφγανών και σκέφτομαι πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει ο άνθρωπος. Εκφράζω κατά καιρούς  θέσεις συμπόνοιας και συμπάθειας για τα εβένινα παιδιά από τους πονεμένους τόπους της Ασίας και της Βόρειας Αφρικής που τελευταία μας βρωμάνε φαίνεται περισσότερο. Αυτές τις μέρες όμως κάποιοι με περίμεναν στη γωνία. Τι να μας πεις άραγε γι’ αυτή την προσβολή κύριε.

Η πολυπολιτισμικότητα γενικώς φοβίζει, αλλά ας το πάρουμε απόφαση δεν γίνεται να ζήσουμε αλλιώς. Πάντα φοβόμουν τον συντηρητισμό και την υποκρισία του. Την ηθικολογία που επενδύει στο φόβο και που οφείλουμε να την ξεχωρίζουμε από την ηθικότητα που έχει να κάνει με την αρετή. Και εδώ και τρεις μέρες ήχησαν πάλι οι σειρήνες της υποκρισίας

Είναι τρομερό πως ο φιλήσυχος πολίτης, αυτή η ύπουλη δύναμη της δημοκρατίας, ο σκυφτός και αμήχανος μπροστά στα Μνημόνια και την ακρίβεια, βρίσκει πεδίον δόξης λαμπρόν στη ρατσιστική υστερία. Σαν να ήθελε να επιβεβαιωθεί και έψαχνε την ευκαιρία. Τον φαντάζομαι χαιρέκακα να πανηγυρίζει: «Να ορίστε, σας πιάσαμε ψευτοαριστεροί, τώρα δεν μπορεί, έχουμε δίκιο. Την πατήσατε λοιπόν. Ε, όχι και Αφγανοί κατάληψη στη Νομική. Και μάλιστα με τη βοήθεια του Συνασπισμού». Η αντίδρασή τους είναι λες και τους πάτησες τον φασιστικό κάλο. Βλέπω τις κρεμάλες να έρχονται.

Στην τάξη σήμερα κάποιοι πιτσιρικάδες, αν και εν γένει παραμένουν μουγγοί και εν συγχύσει περί τα κοινωνικά, θυμήθηκαν ότι το 1922 τους πρόσφυγες τους λέγαμε τουρκόσπορους. Άδικο έχουν; Προσθέτοντας τους είπα ότι προσωπικά λυπάμαι αφάνταστα για την πατρίδα μου. Και ντρέπομαι για την κατάντια μας. Λυπάμαι που κανείς δεν κουβεντιάζει σοβαρά. Λυπάμαι που κανείς δεν θέτει τα σωστά ερωτήματα. Λυπάμαι για την έλλειψη κατανόησης, για την αδυναμία αλληλεγγύης, για την πενιχρή συναίσθηση της ετερότητας, για την εικονοπλασία του άλλου ως εχθρού. Λυπάμαι για την επιπολαιότητα και αναισθησία με την οποία αντιμετωπίζεται η υπόθεση επιβίωσης των ανθρώπων του τέταρτου κόσμου που ψάχνουν τη μοίρα τους στην τριτοκοσμική χώρα μου. Λυπάμαι που αυτή η πελιδνή κυβέρνηση δεν κατορθώνει να εισπράξει από την Ε.Ε ούτε μια υπόσχεση υπεύθυνης ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής, έστω ως αντάλλαγμα στα πάνδεινα που μας προσφέρει η τρόικα.

Μα πιο πολύ φοβάμαι. Φοβάμαι τους Έλληνες και την ιδιόμορφη λεβεντιά τους. Φοβάμαι τον λαό που έχοντας ο ίδιος χάσει το δρόμο προς τη Δύση, επιδίδεται κουτσαβάκικα σε συμπλεγματική συμπεριφορά προδίδοντας σύνδρομο εθνικής μειονεξίας απέναντι σε εκείνους τους αδύναμους που αναζητούν τον δρόμο προς τη Δύση. Ενώ στην ουσία όλοι μαζί τελούμε υπό απόγνωση και απελιπισιά.

Ο Παπανδρέου τόλμησε σήμερα να κάνει το εξής δηκτικό προς την Αριστερά σχόλιο: «Είναι αριστερό και προοδευτικό να εκμεταλλεύεσαι τον πόνο κάποιων ανθρώπων και να ενεργοποιείς συντηρητικά ανακλαστικά;» Ποιος, ο Παπανδρέου. Να του θύμισε κανείς άραγε αν θεωρεί σοσιαλιστικό και προοδευτικό τον εργασιακό μεσαίωνα τον οποίο δημιούργησε (γιατί εμένα αυτό με πονάει, οι συνθήκες εργασίας και όχι το μεροκάματο που χάνω).

Και εν πάση περιπτώσει ας καταλάβουμε ότι ο διαχρονικότερος ορισμός του αριστερού είναι να θεωρείς αριστερό ό, τι υπερασπίζεται τον αδύνατο, τον καταπιεσμένο, τον εκμεταλλευόμενο, αυτόν που αξιώνει αέρα ελευθερίας και κοινωνία αλληλεγγύης. Τελεία και παύλα με τους αριστερούς ορισμούς. Η Αριστερά ,αν πάψει να είναι ένας λόγος υπέρ αδυνάτου, καλύτερα να πάψει να υφίσταται. Και ευτυχώς, η Αριστερά είναι πάντα εκεί όπου ματώνει η ελευθερία και η αξιοπρέπεια. Με όποιο κόστος. Που ασφαλώς θα υπάρξει. Θυμηθείτε που θα καταβαραθρωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην επόμενη δημοσκόπηση (θυμίζω, η τελευταία του έδινε 6% μετά από πολύ πολύ καιρό μιζέριας και εσωστρέφειας).

Το σκηνικό λοιπόν θυμίζει Δεκέμβρη 2008. Όλοι εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ. Και γι’ αυτό και μόνο, εξ αντιδιαστολής, αξίζει ο σκεπτόμενος και ευαίσθητος άνθρωπος να στρέφεται προς τα εκεί, όπως και στην υπόλοιπη, εκτός ΚΚΕ, Αριστερά. Είναι ζήτημα αυτοσεβασμού και μόνο.

Ο κοινωνικός συντηρητισμός του ΚΚΕ χτύπησε πάλι. Και ας μην μιλήσουμε καλύτερα καθόλου για τον αγωνιώντα να βρει θέση στο κάδρο της συναίνεσης κυρ-Φώτη Κουβέλη τον προτεστάντη. Κάνω λάθος που κάτι τέτοιοι τύποι μου θυμίζουν κάτι αφόρητα βαρετούς και ανερέθιστους θείους με μουστάκι που ομνύουν στο όνομα της σεμνότητας και της ταπεινότητας την ώρα που δεν μπορούν να αισθανθούν αλληλέγγυοι παρά μόνο με το τομάρι τους;

Τελευταία δεν έχεις από πού να φυλαχθείς. Σήμερα στην λαοφιλή Ελληνοφρένεια ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος χαρακτήρισε τον Συνασπισμό «κοινωνική ενόχληση». Ο Καλαμούκης σιγοντάριζε σε ειρωνεία. Ήμαρτον θεέ του κόσμου. Οδηγούσα και μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Επίθεση στον Συνασπισμό από την Ελληνοφρένεια. Ο εθνολαϊκισμός του ΚΚΕ παραμένει παροιμιώδης και εκφράζεται ανυπερθέτως από ανθρώπους με χιούμορ και πνεύμα. Όταν ο Καλαμούκης ρώτησε τον Χαριτόπουλο πως βλέπει το ΚΚΕ και αυτός είπε «δεν εκπληρώνει τον ρόλο του», για δέκα λεπτά προσπαθούσε να του αποσπάσει καλύτερη διατύπωση και κάποια στιγμή τι ομολόγησε κάπως. Άλλαξα σταθμό και έπεσα στις δηλώσεις του Γλέζου:  
«Όσο σκεπτικισμό κι αν δημιουργεί η προσφυγή των μεταναστών, να αναζητήσουν άσυλο στη Νομική Σχολή, είμαι υποχρεωμένος να δηλώσω τα παρακάτω:
Το άσυλο, ως απαραβίαστος χώρος, επινοήθηκε ως ιδέα, ως πράξη κι εφαρμογή και ως λέξη από τους αρχαίους Έλληνες.Παραμένει ως αδιαπραγμάτευτη κατάκτηση των αρχών του δικαίου, ως η πιο ανθρωπιστική ιδέα στην πορεία της ανθρωποποίησης του ανθρώπου.Το Πανεπιστημιακό άσυλο καθιερώθηκε, ιδιαίτερα, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όχι μόνον ως χώρος ελεύθερης διακίνησης των ιδεών, αλλά ως άσυλο - προσφυγή κάθε αδικημένου. Οι μετανάστες προσφεύγουν σ’ αυτό, για να επιστήσουν την προσοχή στο πρόβλημά τους. Δουλεύουν χρόνια τώρα στη χώρα μας και τους εκμεταλλεύονται οι πάντες, χωρίς να ρωτούν αν είναι παράνομοι.
Επιτέλους!
Πρέπει το μεταναστευτικό πρόβλημα, από ελληνικό να γίνει ευρωπαϊκό». 


Φοβάμαι και την Ελληνοφρένεια, φοβάμαι και το Ράδιο Αρβύλα, φοβάμαι και το Αλ Τσαντίρι. Φοβάμαι τον λαϊκισμό και την ευκολία απ’ όπου και αν προέρχεται. Ιδίως από τα αριστερά. Τι θα κάνουμε σ’ αυτή τη χώρα, δεν ξέρω. Και άντε, εγώ είμαι ψύχραιμος, έχω υπομονή και αγαπώ το κορίτσι μου, τη μουσική, το θέατρο, το σινεμά, τα μπαράκια και τα βιβλία. Θα το ρίξω εκεί. Αλλά αυτοί θα μας απελάσουν μια μέρα, να μου το θυμηθείτε. Εκτός από το να γελάμε μαζί τους, πρέπει να παρεμβαίνουμε, να μιλάμε, να συγκρουόμαστε. Αλλιώς, μαύρο φίδι που μας έφαγε.

Υ.Γ 1. Ειλικρινά τον έχω χεσμένο τον ΣΥΡΙΖΑ και θεωρώ ανεπιτυχή και αναποτελεσματική την «επιχείρηση Νομική» αφού πετυχαίνει τελικά τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα. Δεν τον ψηφίζω πάντα και πολλές φορές μου τη σπάει. Όμως, όταν συναισθάνομαι την ολομέτωπη επίθεση εναντίον του από το σύνολο του εθνολαϊκισμού με επαναφέρει πάλι στο μαγνητικό του πεδίο.

Υ.Γ 2. Με τη Siemens θα ασχολούμαστε τώρα...Κακόμοιρη χώρα, αδίκως φοβάμαι;

Υ.Γ 3. Τώρα πια καταλαβαίνω και κάτι ακόμη. Τους νιώθω τους ξένους, γιατί και εγώ ξένος νιώθω στον τόπο μου.

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Σάββατο βράδυ με φίλους. Μια ωδή

Σε μιαν άκρη της πόλης, στην εφηβική γειτονιά μου που παρέμεινε γειτονιά μου ως σήμερα, τον Περισσό, μια δεκαπεντάδα φιλαράκια, αγόρια και κορίτσια, βρεθήκαμε σε ένα σχεδόν υπόγειο πάρτυ στο σπίτι του  Χρήστου. Δεν είχα διάθεση, κάτι δικά μου τέλος πάντων, αλλά η δύναμη της παρέας με παρέσυρε και μου γράσαρε τα κουράγια. Είναι κάτι διαβολεμένες μέρες που χωράνε σε λίγες ώρες όλη την γκάμα των συναισθημάτων, από την Κόλαση στον Παράδεισο και τούμπαλιν. Κάθε φορά που θολώνω, το μέλλον μου μού φαίνεται πιο άδηλο κι απ’ της Ελλάδας, πιο αμφίβολο κι απ’ το ευρώ. Αλλά κάποιοι με περιμένουν για να μου κάνουν ενέσεις ελπίδας. Σκέφτομαι πόσο εύκολη θα ήταν η ζωή μας αν οι παρέες ήταν πιο ανοιχτές, αν τα ζευγάρια βάζανε πιο πολύ στις ζωές τους τα παρεάκια τους, αν στυλώνουμε το βλέμμα κάθε που κάποιος απευθύνεται στο πρόσωπό μας.

Τα ζευγάρια πάντα φεύγουν νωρίς στα πάρτυ, στο τέλος μένουν οι καλοί (λέμε τώρα), για να μην πω και για τη συνήθεια που έχουμε κάποιοι να ξεγελάμε την παρέα, τη νύχτα και τον χρόνο και φεύγοντας και καληνυχτίζοντας, να χωνόμαστε στο αυτοκίνητο και να πηγαίνουμε στο τελευταίο στέκι που απομένει ανοιχτό και περιμένει καρτερικά τους τελευταίους τρεκλίζοντες θαμώνες.

Όλα ήταν όμορφα κι απλά απόψε. Η κουβέντα με τα κορίτσια πέρασε από ωραία προσωπικά μονοπάτια. Ελένη και Χριστίνα ψηλαφούν τα πρώτα σημάδια απ’ τα δικά τους τραύματα. Ο Άρης πάντα εκεί, πιστό σκυλί και σιγουριά, γέμιζε το ποτήρι με Dimple και ας τέλειωσαν τα παγάκια, ο Χρήστος άψογος οικοδεσπότης με καπέλο ‘30ς στο κεφάλι έδινε ρυθμό. Τα τρουφάκια και οι καριόκες της Τόνιας έγιναν ανάρπαστα, ο Νίκος πρακτικός και πρόθυμος να καθαρίσει μια εκκρεμότητα που έχω με το Πλαίσιο, ο Γιώργος έπιασε πάλι την ατομική μου ατμόσφαιρα και την απέδωσε στο μέτρο της με ψύχραιμη αταραξία, η Χαριτίνη έχασε στο πόκερ που στρώθηκε μετά τις 3 σε ένα τραπέζι με μια μάλλινη κουβέρτα για τσόχα, αλλά χαμογελούσε και σιγοντάριζε με επιφωνήματα την ώρα που έβαζα τις μουσικές μου σε μια γωνιά με το Youtube σε πλήρη δράση και σκεφτόμουν με νοσταλγία το άλλο φιλαράκι μας που είναι φαντάρος στη Λήμνο και πολύ μας έλειψε κι απόψε.

Καθόμαστε και γράφουμε μαλακίες για δήθεν ήρωες και φευγάτους τύπους την ώρα που οι αληθινοί μας ήρωες είναι οι άνθρωποί μας, φίλοι, αδέρφια και γονείς. Αν έχω ένα χρέος ανεξόφλητο σ’ αυτούς είναι κάποιες σελίδες που δεν μπόρεσαν ποτέ να γεμίσουν το λευκό χαρτί, παρότι έχουν ξεχειλίσει το άγραφο εσώψυχο βιβλίο της ζωής μου.

Σαν μεθυσμένο καράβι έφυγα από το πάρτυ, όπως μ’ αρέσει να φεύγω πάντα. Βιαστικά, χωρίς μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς, βγήκα στη νύχτα και τη βροχή. Περπάτησα 200 υπέροχα μέτρα, αργά, πολύ αργά, στη βροχή, μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου. Οι δρόμοι υγροί, το κεφάλι μου στραμμένο στον ουρανό, νερό έτρεχε ηχηρά από ένα τσίγκινο μπαλκόνι, παντού ερημιά και τα φώτα κλειστά στα δωμάτια των πολυκατοικιών. Πόρτες και παράθυρα κλειστά, κανείς δεν είναι πουθενά. Βάζοντας το κλειδί στην πόρτα, ένα χαμόγελο είχε σχηματιστεί ήδη στα ξερά χείλη μου. Ήδη είχα σκεφτεί τις πρώτες γραμμές μιας καινούργιας ανάρτησης. Η γυμνή νύχτα τότε χώθηκε στη σπηλιά της και σιγοψιθύρισε ασθμαίνοντας: αύριο πάλι.