Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Ο μπαμπούλας και τα κακά παιδιά της No Future Generation




Τώρα που ο πλανήτης χορεύει στο ρυθμό παγκόσμιων τεκτονικών αλλαγών και καθώς παίζονται οι καθυστερήσεις ενός εξόφθαλμα στημένου παιχνιδιού και κορυφώνεται η αγωνία για την επόμενη μέρα, που δεν θα είναι απλή μέρα αλλά νέα εποχή, φαίνεται να εγγράφεται στο συλλογικό φαντασιακό ένα νέο αφήγημα: το παραμύθι με τον μπαμπούλα και τα κακά παιδιά!

Ο Ζίζεκ το είπε καίρια τις προάλλες στην Αθήνα δίνοντας στίγμα: «Ζούμε σε μια μετα-πολιτική εποχή μετατροπής της οικονομίας σε δεύτερη Φύση». Η  νέα εποχή εγκαινιάζεται με δυσεπίλυτα αινίγματα. Με το πολιτικό σύστημα εξουδετερωμένο, τις κομπιναδόρικες αγορές ασύδοτες, κυρίαρχες, ηγεμονικές και με το πεδίο εξουσίας τους αποφασιστικά διευρυμένο σε σημείο ουσιαστικής κατάργησης της δημοκρατικής αρχής. Οι πυλώνες νομιμοποίησης του συστήματος τρίζουν. Είναι πρωτοφανές στα κοινοβουλευτικά χρονικά της χώρας να υπάρχουν 13 ανεξάρτητοι βουλευτές μόλις ένα χρόνο μετά τις εκλογές, ενώ έπεται και συνέχεια. Το σύστημα κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης των τελευταίων 35 χρόνων έχει καταρρεύσει. Το πολιτικό παράδειγμα συμμετοχής της Μεταπολίτευσης έχει ξεπεράσει τα χρονικά όρια του, μη μπορώντας να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες. Το πολιτικό σύστημα διέρχεται οξύτατη κρίση νομιμοποίησης. Κανείς δεν εκπροσωπεί κανέναν. Ούτε πολιτική ούτε κοινωνική εκπροσώπηση υπάρχει. Οι τραγελαφικές ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΠΑΜΕ στα μάτια όλων των νέων και πολλών εκ των μεγαλυτέρων που δεν έχουν χάσει εντελώς την αισθητική τους, προκαλούν μόνο οργισμένη αποφορά. Η τραγωδία είναι ότι τώρα, σε συνθήκες απονομιμοποίησης, προκαθορίζεται de facto το μέλλον δυο-τριών γενεών, που μάλλον πολιτογραφούνται στη δημόσια σφαίρα ως no future generations και των οποίων, ατυχώς, μέλη είμαστε τουλάχιστον όσοι δεν φτάσαμε ακόμη τα 30.

Η μεγαλύτερη τρομοκρατία των ημερών, η γκεμπελική προπαγάνδα των δελτίων ειδήσεων, διασπείρει την εικόνα ότι είμαστε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, ενώ ολοένα και περισσότερο γίνεται αντιληπτό ότι βρισκόμαστε σε κατάσταση μετάβασης από ένα ηπιότερο σε ένα αγριότερο και προς το παρόν ανώνυμο στη διεθνή βιβλιογραφία μοντέλο καπιταλιστικής συσσώρευσης. Τα μέτρα λαμβάνονται δήθεν κατ’ εξαίρεση και υπό πίεση κι έτσι εμπεδώνονται στη συνείδηση μιας μερίδας του κόσμου ως αναγκαία, καθώς άλλωστε αξιώνει και η (φιλο)κυβερνητική ρητορεία (υστερία) των δελτίων των «8».

Ο πρώτος ήρωας το παραμυθιού είναι ο πολυπρόσωπος μπαμπούλας. «Δεν είναι η ιδεολογία μας αυτή, αλλά το κάνουμε για να σώσουμε τη χώρα» είναι η συνήθης επιχειρηματολογία των απολογητών της σκληρής πολιτικής που ακολουθείται. «Είναι άδικα αλλά αναγκαία» λέει το άλλο γνωστό κλισέ. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι πρόκειται για λόγο που καταργεί εν τοις πράγμασι τη δημοκρατία και την πολιτική, πρόκειται για απόλυτο βιασμό της γλώσσας, χορταστικότατη ειρωνεία και εμπαιγμό της μέσης συνείδησης. Ο μπαμπούλας είναι ο μπαμπούλας της πτώχευσης, της χρεοκοπίας, της παύσης πληρωμών, της απώλειας των καταθέσεων, των περιουσιών κ.ο.κ και επισείεται ως μοχλός θεσμοποίησης του τρόμου. Ας σκεφτούμε σε τι διαφέρει το σημερινό σκηνικό και η φρασεολογία από τις παραμονές των πραξικοπημάτων που έχει ζήσει η πρόσφατη ελληνική Ιστορία. Τότε που ξαφνικά έρχεται ένας «γιατρός», τότε ήταν η Χούντα, σήμερα το ΔΝΤ, να βάλει τη χώρα στο γύψο. Για να παρθούν τα μέτρα που θα ήταν αδύνατο να παρθούν υπό άλλες συνθήκες, από ένα αποσαθρωμένο και κοινωνικά αποξενωμένο ΠΑΣΟΚ. Ο μπαμπούλας του μνημονίου λειτουργεί και ως φόβητρο για την κοινωνική πειθάρχηση, μα κυρίως για τον περιορισμό της εσωκομματικής ανησυχίας. Πρόκειται για ένα όπλο στρατηγικής μιας πολιτικής εξουσίας ανήμπορης να παράγει πολιτική, ικανής μόνο να θέτει περιορισμούς. Εξού και η έξαρση της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, αυτό το όργιο καταστολής που δεν έχει προηγούμενο τα τελευταία 20 χρόνια. Η ατμόσφαιρα της ελληνικής κοινωνίας εκτός από νοσηρή είναι και πολεμική. Το σύστημα, για να θυμηθούμε και τον Αλτουσέρ, χρησιμοποιεί σε ένταση όλους τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του. Η καταστολή είναι το ύστατο καταφύγιο μιας εξουσίας ανελαστικής και φοβικής που τρέμει και τη σκιά της και αγωνίζεται να διασώσει το σαρκίο της. Μια κατ’ ουσίαν αμυντική πολιτική στάση στο κοινωνικό πεδίο από μια εξουσία που ζητεί με ρητορεία τη συναίνεση, ενώ καταφεύγει στη βία και εξαλείφει και τις τελευταίες προϋποθέσεις κοινωνικής ειρήνης.

Ο άλλος ήρωας του παραμυθιού είναι οι νεότερες γενιές, η γενιά μου. Υπήρξε μια βιασύνη στον χαρακτηρισμό της ως «γενιά των 700 ευρώ». Γρήγορα έγινε των 600 και σε δυο χρόνια των 500, αλλά σήμερα δεν είναι τα ευρώ το μείζον όσο ο νοσηρός αέρας που αναπνέουμε στη χώρα και ειδικά στην πρωτεύουσα. Είπαμε: No future generation. Τα κακά παιδιά αυτής της γενιάς, κάνουν διδακτορικά και αγωνίζονται να απεγκλωβιστούν από το οικογενειακό σπίτι. Παίρνουν συμβολικούς μισθούς, φτιάχνουν blog, βλέπουν νέο ελληνικό κινηματογράφο, ακούνε indie και ηλεκτρονική μουσική, συχνάζουν στα Εξάρχεια και την Καρύτση, καπνίζουν στριφτό, τρώνε λίγο και πίνουν πολύ. Κατεβαίνουν ασύντακτα στις πορείες, κινούνται μεταξύ ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΣΥΡΙΖΑ και αντιεξουσιαστικού χώρου, διαβάζουν και κρέμονται από τα χείλη του Ζίζεκ και του Μπαντιού. Είναι απείθαρχα σώματα, τη στιγμή που η κοινωνική προσδοκία τους θέλει πειθήνια πνεύματα. Και κυρίως έχουν στο νου τους την απόδραση στο εξωτερικό. Μια από τις πιο ύπουλες κοινωνικές συνέπειες της κρίσης.

Γιατί είναι φανερό πως οι κοινωνικές συνέπειες της κρίσης δεν έχουν εμφανιστεί. Έχει πολύ αίμα ακόμα ο δρόμος. Οι γρατζουνιές του Χατζηδάκη είναι απλώς ένα πρελούδιο. Τα όργανα κουρδίζονται, η Φούγκα θα ακολουθήσει, καθώς η κοινωνία κάτω από τον ζυγό του Μνημονίου θα είναι μια άλλη κοινωνία από αυτή που είχε συνηθίσει να έχει απέναντί του το πολιτικό κατεστημένο: ισοπεδωμένη, κατακερματισμένη, αναστατωμένη. Το κοινωνικό κράτος μας τελείωσε. Τα σαρκοβόρα όρνεα των αγορών πλιατσικολογούν πάνω στα πτώματα που αφήνει πίσω του ο οδοστρωτήρας της νέας ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων. Κι όποιος αναρωτιέται γιατί δεν ξεσπά η εξέγερση, ας μην ξεχνά ότι ποτέ ιστορικά δεν υπήρξε απόλυτος χρονικός αυτοματισμός και συγχρονισμός μεταξύ των κρίσεων και των κοινωνικών αντιδράσεων. Χώρια που η ίδια η Ιστορία επιφυλάσσει πάντα εκπλήξεις.

Κι αν η επιστήμη δυσκολεύεται να ερμηνεύσει τα επιφαινόμενα και τα παρεπόμενα της κρίσης (ο Ηλίας Νικολακόπουλος τις προάλλες κλείνοντας την ομιλία του στην εκδήλωση των ΑΣΚΙ δήλωσε αδύναμος), ο νέος ελληνικός κινηματογράφος, που γνωρίζει μια πρωτοφανή άνθιση, απλώνει το βλέμμα του στα νέα πεδία συγκρούσεων ψηλαφώντας τα νέα δεδομένα. Δείτε το Attenberg, τον Κυνόδοντα και τη Χώρα Προέλευσης και θα καταλάβετε τι υλικό σιγοβράζει. Η Τέχνη συλλάμβανε πάντα πρώτη το άρρητο και το ανέκφραστο. Ο μετασχηματισμός των ανθρώπινων σχέσεων και η μετατροπή του πολιτιστικού προτύπου είναι κάτι που το συζητάμε αλλά μάλλον έχει έρθει η ώρα να ζήσει η κοινωνία τις συνέπειες του. Είναι νομίζω το κρίσιμο πεδίο από το οποίο θα κριθεί το θετικό ή αρνητικό πρόσημο του αύριο. Μιας και σήμερα όλα φαντάζουν θολά και άδηλα. Την ελπίδα την έδωσε ο Ζίζεκ προχτές. Τουλάχιστον, είπε, θα λέμε ότι ζήσαμε σε κακούς, δύσκολους αλλά ενδιαφέροντες καιρούς.

Η Ιστορία είπαμε κρύβει εκπλήξεις. Υπάρχουν δυνάμεις που ψηλαφούν το καινούργιο, που διαμορφώνουν νέα βλέμματα. Είναι οι μοναχικές ομάδες των ανένταχτων, ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τα νέα συνδικάτα, τα πρωτοβάθμια σωματεία, τα κοινωνικά κινήματα, οι διαφωνούντες, όσοι απαγκιστρώνονται από το ΠΑΣΟΚ, οι στρατιές των νέων φοιτητών, εργαζόμενων και ανέργων. Το ζητούμενο είναι να γίνουν οι κατάλληλες ζυμώσεις και να βρεθεί κοινός βηματισμός. Προς το παρόν, ας είμαστε σε εγρήγορση, να δυναμώνουμε τις αντιστάσεις και να πιέζουμε τους όποιους φορείς να μετατρέψουν τη διαμαρτυρία σε θετική πρόταση. Αν μπορούμε να διακρίνουμε στο θολωμένο ιστορικό ορίζοντα μια ευνοϊκή προοπτική, ένα οιωνεί «τέλος», αυτό σίγουρα θα έχει ελευθεριακό χαρακτήρα και θα σχετίζεται με την πραγμάτωση αριστερών ονείρων.

Το ζήτημα της συμμετοχής παραμένει κρίσιμο. Οι όποιες αλλαγές πρέπει να γίνουν μέσα από διαδικασίες συμμετοχής καινούργιες και αρμόζουσες στις νέες απαιτήσεις. Χρειάζεται να εφεύρουμε θεσμούς συμμετοχής και ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για την αριστερή επινοητικότητα. Η Αριστερά πάσχει από το σύνδρομο του κακού δασκάλου που περιμένει χαιρέκακα να κοκκινίσει με το στυλό του κόλλες. Ας φανταστούμε ένα άλλο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, νέες μορφές δράσης, απόφασης, διακυβέρνησης. Η Αριστερά δεν βρίσκεται στον κόσμο για να επιβεβαιώσει ιερές γραφές. Η φορμαλιστική θεσμομανία της Δημοκρατικής Αριστεράς, η ρητορεία περί επανίδρυσης του κράτους του Καραμανλή με την, ακόμα την περιμένουμε, μεταρρύθμιση στη Δημόσια Διοίκηση και η «συμμετοχική δημοκρατία» της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης δεν είναι οι απαντήσεις που αναζητούμε.

Ο Βαγγέλης Μουρίκης στο εξαίσιο Attenberg της Αθηνάς Τσαγγάρη που παίζεται στα σινεμά της πόλης, ετοιμοθάνατος από την κακιά αρρώστια του σύγχρονου πολιτισμού απευθύνεται ως παιδί του ύστερου διαφωτισμού στην ανώριμη και μισάνθρωπη κόρη του, παιδί της μεταμοντέρνας σύγχυσης: «Λυπάμαι που σ’ αφήνω στο νέο αιώνα χωρίς να σ’ έχω μάθει τίποτα….Φτιάξαμε έναν άθλιο πολιτισμό και νομίσαμε ότι κάναμε επανάσταση». Αυτή είναι η μοίρα μιας προβληματικής χώρας που πέρασε απότομα από τις στάνες στην ηλεκτρονική εποχή χωρίς τη δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού της στον παγκόσμιο χάρτη και με την ένταξή της στα διεθνή σχήματα από περίπλοκη έως αδύνατη. Λυπάμαι που δεν βλέπω ανάλογη γενναία αυτοκριτική στις γενιές της Μεταπολίτευσης παρά μόνο ενοχικά βλέμματα απέναντι στα παιδιά τους. Δριμύ επέρχεται το χάσμα των γενεών ως αναπαλαιωμένο συγκρουσιακό μοτίβο της νέας εποχής. Τουτέστιν, πάλι άγονη σύγκρουση, αταξική, χωρίς υψηλό διακύβευμα.

Το μέλλον λοιπόν καθίσταται πάλι αντικείμενο διερώτησης. Η Αριστερά κοιτάει το σημείο στίξης αμήχανη, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει, τι πρέπει να κάνει. Ξέρει μόνο ότι χρειάζεται δράση και ανασύνταξη. Και ο Ζίζεκ, πάντα από ριζοσπαστική σκοπιά, μας δείχνει το δρόμο: «Οφείλουμε να ρισκάρουμε βήματα στην άβυσσο του Καινούργιου σε εντελώς δυσμενείς συνθήκες, οφείλουμε να επινοήσουμε εκ νέου πλευρές του Καινούργιου έστω και μόνο για να διατηρήσουμε ό, τι ήταν καλό στο παλιό». Το μέλλον δεν μπορεί να είναι ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός. Αλλά, δυστυχώς απ’ ό, τι φαίνεται πρέπει πάλι να κάνουμε υπομονή.