Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008



* Είμαι στο μαγαζί και δουλεύω ένας πελάτης έρχεται από το κέντρο της Αθήνας να φάει μπριζόλα φέρνει την είδηση γίνεται χαμός λέει ένας μπάτσος σκότωσε έναν πιτσιρικά η είδηση πέφτει πάνω μου σαν σφαίρα σαν τσίμπημα μας αναστατώνει όλους οι άλλοι δίπλα δεν χάνουν την όρεξή τους. Αφήνω το δίσκο δουλεύουν στο μαγαζί και δυο πρώην αστυνομικοί ο ένας ψελλίζει κάτι του τύπου ποιος ξέρει τι κάνανε οι αλήτες μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι την τελευταία φορά που ένιωσα έτσι ήταν όταν μαχαίρωσαν τον Δημήτρη. Δεν είναι σκέτος θυμός σκέτη οργή είναι ψυχοσωματικό είναι τρύπημα στην ψυχή είναι ένα πράγμα σαν να μου σκοτώσανε τον αδερφό σαν να μου σκότωσαν έναν μαθητή που εγώ πασχίζω να του ανοίξω λιγάκι την κούτρα που κάνω υπομονή στην τρέλα στη βλακεία στην εφηβεία και καταπίνω τα πάντα και έρχεται ο μπάτσος και το κράτος και δίνουν τη λύση το κράτος σκοτώνει δηλαδή εμείς. Είναι 11 και τριάντα ακριβώς όταν το μάθαμε ο κόσμος τρώει έχω προαίσθημα ότι θα γίνει πόλεμος. Στην τηλεόραση βγαίνει ο Παυλόπουλος με ένα βλέμμα να ξεράσεις εκφράζει βαθιά οδύνη η αστυνομία κάνει καλά τη δουλειά της αυτό λέω κι εγώ είναι το πρόβλημα μου έρχεται να σπάσω την οθόνη. Βγαίνω από το μαγαζί κρύο πολύ δεν κάνει γλυκός καιρός για Δεκέμβρη έχω παρκάρει απέναντι ανοίγω ραδιόφωνο 105.5 στο Κόκκινο ροή ειδήσεων το παιδί κατέληξε λέει ο ιατροδικαστής (δεν πέθανε ε;) ήταν 15 ήταν στα Εξάρχεια όπως και εμείς στα 15 και στα 25 και βάλε με φίλους συνομίληκους διαπληκτίστηκαν ο μπάτσος σήκωσε το κουμπούρι και πάει…Μια ώρα στ’ αμάξι στην Αθήνα έχει κόσμο στο Πολυτεχνείο γίνονται επεισόδια. Η ώρα περνάει η νύχτα βαθαίνει γυρίζω στο σπίτι ανοίγω τον υπολογιστή ανοίγω και το ραδιόφωνο κάθομαι στο χαλί όπως τότε που ήμουν οχτώ ξανά ροή ειδήσεων χαμός στην Αθήνα κάποιος έγραψε αύριο στις 12 στο μουσείο εγώ θα δουλεύω αλλά κάτι μου λέει ότι δεν θα τελειώσουμε αύριο δεν γίνεται να περάσει έτσι. Βάζω το ραδιόφωνο στο πάτωμα η ώρα είναι 6 σε λίγο θα φέξει τα μάτια μου κόκκινα θυμάμαι τη ζαρντινιέρα τα πράσινα παπούτσια τα δακρυγόνα που έχουμε φάει στην Ελλάδα η νιότη είναι ιδιώνυμο βρεθήκαμε σ’ ένα διάλειμμα του κόσμου ο σώζων εαυτόν σωθήτω συνήθως ξενυχτάω γλεντώντας ή πίνοντας ή κουβεντιάζοντας απόψε μόνος πενθώντας έναν άγνωστο. Δεν μπορεί εμένα με συγκινεί που είναι νέος τη μάνα μου που είναι παιδί το δάσκαλο που είναι μαθητής τον Έλληνα ελπίζω που δεν είναι μετανάστης αν ήταν σίγουρα όλα θα ήταν αλλιώς οπότε ελπίζω να μη μείνει συμβάν και τα καθίκια ατιμώρητα στον Καλτεζά το 85 κανείς δεν τιμωρήθηκε.

* Είναι κάποια πράγματα που δεν έχει νόημα να γράψεις άντε να περιγράψεις το ανατρίχιασμα άντε να πεις με λέξεις την οργή τώρα είναι όλα φλυαρία και αυτές τις τελείες που έβαλα άχρηστες είναι η μέρα απόψε δεν τέλειωσε δεν μπορεί θα γίνει πόλεμος αν δεν γίνει πόλεμος τώρα πότε;