Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Αδύναμος για μαγεία



Έκλεισα τα φώτα και έβαλα την οπερέτα του Άστορ Πιατσόλα “Maria de Buenos Aires” να θερμάνει τους τοίχους του καινούργιου σπιτιού μου. Τον τελευταίο καιρό εδώ μέσα κάνω μια σπουδή στη σιγή. Περνούν ώρες πολλές που δουλεύω μπροστά στον υπολογιστή σιωπηλός. Τα δωμάτια είναι  πνιγμένα στη μουσική. Στην κρεβατοκάμαρα τώρα παίζει Κολτρέιν, Τσάρλς Μίνγκους, Ντιουκ Έλινγκτον. Στο γραφείο «το Κουστουμάκι» του The Boy και στο καθιστικό είπαμε, Πιατσόλα. Αργεντίνικη μελαγχολία στη γλώσσα που μίλησε ο Λόρκα και ο Μπόρχες, ο Κορτάσαρ και ο Θερβάντες. Ο Δον Κιχώτης ήταν ο ήρωας που με συγκινούσε αφάνταστα ως παιδί και ακόμα. Ο Λούκι Λούκ με γοήτευε πολύ, όπως και τα σπαγγέτι-γουέστερν. Τώρα βιώνω ένα είδος φιλικής μοναξιάς. Αφού δεν μπαίνει κάτι στη δική μου ζωή, είπα να εισβάλλω εγώ σ’ έναν κόσμο καινούργιο, απωθημένο πολλά χρόνια. Εδώ και πέντε μέρες μαθαίνω ισπανικά. Ανόητοι. Δεν λέγεται Λιόσα ο νομπελίστας, αλλά Γιόσα (Llosa).

Το τηλέφωνό μου χτυπάει σπάνια. Ούτως ή άλλως σπάνια το σηκώνω. Θα έδινα πολλά σε όποιον μπορούσε να καταλάβει τι μου συμβαίνει ακριβώς για να το πει και σε μένα. Εδώ και είκοσι μέρες που μετακόμισα, εγκαταλείποντας μια για πάντα το πατρικό σπίτι με το εφηβικό δωμάτιο που γέμιζε, γέμιζε, γέμιζε ώσπου έσκασε, κάτι με σπρώχνει σε έναν συναισθηματικό βούρκο. Πενθώ με γαλήνιο και αρχοντικό τρόπο όλα τα πράγματα και τα πρόσωπα που χάνω. Τι να τα κάνω τα 92 τετραγωνικά; Η μοναξιά αντέχεται στο εφηβικό δωμάτιο. Η μοναξιά των 92 τετραγωνικών είναι απύθμενη.

Χθες το βράδυ, γύρω στις 4 που αποφάσισα να κλείσω τα μάτια, έδωσα μια απελπισμένη μάχη με τη μύγα που χώθηκε στους τοίχους μου. Αδύναμος και χωρίς φακούς κρατώντας μια μαύρη κάλτσα προσπάθησα να τη διώξω αλλά τίποτα. Πρέπει να τη ζάλισα με κάνα δυο χτυπήματα γιατί οι πτήσεις της όσο περνούσε η νύχτα γίνονταν και πιο θεαματικά αργές, σαν να έκαναν αγώνες επίδειξης χειροκίνητα αεροπλανάκια. Αποκαμωμένος την άφησα στην τύχη της, υποθέτω κάπου θα κείται νεκρή σε κάποια γωνιά. Η μάνα μου σίγουρα θα την είχε συμμαζέψει.

Θυμάμαι πριν δυο χρόνια ονειρεύτηκα κάποια άγνωστη σε ένα όνειρο. Ήταν απόκοσμη, χαμογελαστή, πανέμορφη, μου πρόσφερε νερό ασταμάτητα. Όποιος λέει ότι η φράση «σ’ έχω δει στο όνειρό μου πριν σε συναντήσω» δεν υπάρχει, δεν είδε τίποτα και μάλλον τρώει βαριά φαγητά πριν πέσει για ύπνο. Έχω αισθανθεί την απόλυτη ευτυχία μέσα σ’ ένα βραδινό ενύπνιο. Ήταν το ωραιότερο όνειρο της ζωής μου. Τώρα, την καλώ με μαγικά να έρθει πάλι, αλλά κάπου αλλού θα ταξιδεύει, σε κάποιου άλλου το νυχτερινό χαλί θα πλαγιάζει. Κάποιος θα ξημερώσει με χαμόγελο στα χείλη αύριο.

Η ευτυχία όταν βιώνεται και συνειδητοποιείται καθίσταται ύβρις. Η ευτυχία δεν είναι κάτι που μπορούμε να το κερδίσουμε με την αξία μας. Ό, τι πετυχαίνουμε με το μόχθο και τις αρετές μας, στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να μας κάνει ευτυχισμένους. Πόσο βαρετή ευτυχία θα ήταν αυτή. Μόνο η μαγεία μπορεί να μας οδηγήσει στην ευτυχία. Ο Μπένγιαμιν είπε κάποτε ότι η μελαγχολία των παιδιών γεννιέται όχι από την αίσθηση ότι είναι αδύναμα απέναντι στους μεγάλους, αλλά από την επίγνωση ότι είναι αδύναμα για μαγεία. Μόνο ο μαγεμένος μπορεί να πει ότι ήρθε κοντά στην ευτυχία.

Να από τι πάσχω!

Στο βάθος του μυαλού μου επανέρχονται πάλι τα ιζήματα της καθημερινότητας: ο Παπανδρέου τα είπε σταράτα στον Ερντογάν, τα σπρέντ εκτοξεύτηκαν, πάλι πιθανή η χρεοκοπία, κάποιοι ποντάρουν στην πτώση μας, ευρωομόλογο, η πρώτη επιχειρησιακή σύμβαση στη ΝΕΟΓΑΛ Δράμας, το άλλο Σάββατο αντιρατσιστικό στον Άγιο Παντελεήμονα, οι Πυρήνες της Φωτιάς, κλειστό το μετρό και ο ηλεκτρικός, μειώσεις μισθών, έκρυθμη η κατάσταση στη Ακτή Ελεφαντοστού, ΑΕΚ-Κέρκυρα 0-0, Ιμπαγάσα, αύριο θα βρέξει. Και θα σας πνίξω.

Πόσα να αντέξει ένα μυαλό…

Το μόνο που με χαροποιεί τελικά είναι η βεβαιότητα ότι αυτές τις γραμμές, που μάλλον κανείς δεν θα μπει στον κόπο να τις σχολιάσει από κάτω (και όχι άδικα), θα προσφέρουν ένα γλυκόπικρο χαμόγελο σε εκείνους που έκαναν και κάνουν στάσεις στη ζωή μου. Και κάποιοι είναι ακόμη εκεί έξω. Και μεθαύριο θα πιούμε ξανά παρέα, αβάσταχτα ζαλιστικά Jameson. Και θα μου ερεθίσουν τη σκέψη ώστε τα στόματά μας θα βγάλουν άνθη, και προφορικά και με τα βλέμματα, θα πούμε πάλι όσα ποτέ δεν θα μπορέσει να κρύψει μέσα της η άδολη γραφή μας.