Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Ο μπαμπούλας και τα κακά παιδιά της No Future Generation




Τώρα που ο πλανήτης χορεύει στο ρυθμό παγκόσμιων τεκτονικών αλλαγών και καθώς παίζονται οι καθυστερήσεις ενός εξόφθαλμα στημένου παιχνιδιού και κορυφώνεται η αγωνία για την επόμενη μέρα, που δεν θα είναι απλή μέρα αλλά νέα εποχή, φαίνεται να εγγράφεται στο συλλογικό φαντασιακό ένα νέο αφήγημα: το παραμύθι με τον μπαμπούλα και τα κακά παιδιά!

Ο Ζίζεκ το είπε καίρια τις προάλλες στην Αθήνα δίνοντας στίγμα: «Ζούμε σε μια μετα-πολιτική εποχή μετατροπής της οικονομίας σε δεύτερη Φύση». Η  νέα εποχή εγκαινιάζεται με δυσεπίλυτα αινίγματα. Με το πολιτικό σύστημα εξουδετερωμένο, τις κομπιναδόρικες αγορές ασύδοτες, κυρίαρχες, ηγεμονικές και με το πεδίο εξουσίας τους αποφασιστικά διευρυμένο σε σημείο ουσιαστικής κατάργησης της δημοκρατικής αρχής. Οι πυλώνες νομιμοποίησης του συστήματος τρίζουν. Είναι πρωτοφανές στα κοινοβουλευτικά χρονικά της χώρας να υπάρχουν 13 ανεξάρτητοι βουλευτές μόλις ένα χρόνο μετά τις εκλογές, ενώ έπεται και συνέχεια. Το σύστημα κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης των τελευταίων 35 χρόνων έχει καταρρεύσει. Το πολιτικό παράδειγμα συμμετοχής της Μεταπολίτευσης έχει ξεπεράσει τα χρονικά όρια του, μη μπορώντας να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες. Το πολιτικό σύστημα διέρχεται οξύτατη κρίση νομιμοποίησης. Κανείς δεν εκπροσωπεί κανέναν. Ούτε πολιτική ούτε κοινωνική εκπροσώπηση υπάρχει. Οι τραγελαφικές ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΠΑΜΕ στα μάτια όλων των νέων και πολλών εκ των μεγαλυτέρων που δεν έχουν χάσει εντελώς την αισθητική τους, προκαλούν μόνο οργισμένη αποφορά. Η τραγωδία είναι ότι τώρα, σε συνθήκες απονομιμοποίησης, προκαθορίζεται de facto το μέλλον δυο-τριών γενεών, που μάλλον πολιτογραφούνται στη δημόσια σφαίρα ως no future generations και των οποίων, ατυχώς, μέλη είμαστε τουλάχιστον όσοι δεν φτάσαμε ακόμη τα 30.

Η μεγαλύτερη τρομοκρατία των ημερών, η γκεμπελική προπαγάνδα των δελτίων ειδήσεων, διασπείρει την εικόνα ότι είμαστε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, ενώ ολοένα και περισσότερο γίνεται αντιληπτό ότι βρισκόμαστε σε κατάσταση μετάβασης από ένα ηπιότερο σε ένα αγριότερο και προς το παρόν ανώνυμο στη διεθνή βιβλιογραφία μοντέλο καπιταλιστικής συσσώρευσης. Τα μέτρα λαμβάνονται δήθεν κατ’ εξαίρεση και υπό πίεση κι έτσι εμπεδώνονται στη συνείδηση μιας μερίδας του κόσμου ως αναγκαία, καθώς άλλωστε αξιώνει και η (φιλο)κυβερνητική ρητορεία (υστερία) των δελτίων των «8».

Ο πρώτος ήρωας το παραμυθιού είναι ο πολυπρόσωπος μπαμπούλας. «Δεν είναι η ιδεολογία μας αυτή, αλλά το κάνουμε για να σώσουμε τη χώρα» είναι η συνήθης επιχειρηματολογία των απολογητών της σκληρής πολιτικής που ακολουθείται. «Είναι άδικα αλλά αναγκαία» λέει το άλλο γνωστό κλισέ. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι πρόκειται για λόγο που καταργεί εν τοις πράγμασι τη δημοκρατία και την πολιτική, πρόκειται για απόλυτο βιασμό της γλώσσας, χορταστικότατη ειρωνεία και εμπαιγμό της μέσης συνείδησης. Ο μπαμπούλας είναι ο μπαμπούλας της πτώχευσης, της χρεοκοπίας, της παύσης πληρωμών, της απώλειας των καταθέσεων, των περιουσιών κ.ο.κ και επισείεται ως μοχλός θεσμοποίησης του τρόμου. Ας σκεφτούμε σε τι διαφέρει το σημερινό σκηνικό και η φρασεολογία από τις παραμονές των πραξικοπημάτων που έχει ζήσει η πρόσφατη ελληνική Ιστορία. Τότε που ξαφνικά έρχεται ένας «γιατρός», τότε ήταν η Χούντα, σήμερα το ΔΝΤ, να βάλει τη χώρα στο γύψο. Για να παρθούν τα μέτρα που θα ήταν αδύνατο να παρθούν υπό άλλες συνθήκες, από ένα αποσαθρωμένο και κοινωνικά αποξενωμένο ΠΑΣΟΚ. Ο μπαμπούλας του μνημονίου λειτουργεί και ως φόβητρο για την κοινωνική πειθάρχηση, μα κυρίως για τον περιορισμό της εσωκομματικής ανησυχίας. Πρόκειται για ένα όπλο στρατηγικής μιας πολιτικής εξουσίας ανήμπορης να παράγει πολιτική, ικανής μόνο να θέτει περιορισμούς. Εξού και η έξαρση της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, αυτό το όργιο καταστολής που δεν έχει προηγούμενο τα τελευταία 20 χρόνια. Η ατμόσφαιρα της ελληνικής κοινωνίας εκτός από νοσηρή είναι και πολεμική. Το σύστημα, για να θυμηθούμε και τον Αλτουσέρ, χρησιμοποιεί σε ένταση όλους τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του. Η καταστολή είναι το ύστατο καταφύγιο μιας εξουσίας ανελαστικής και φοβικής που τρέμει και τη σκιά της και αγωνίζεται να διασώσει το σαρκίο της. Μια κατ’ ουσίαν αμυντική πολιτική στάση στο κοινωνικό πεδίο από μια εξουσία που ζητεί με ρητορεία τη συναίνεση, ενώ καταφεύγει στη βία και εξαλείφει και τις τελευταίες προϋποθέσεις κοινωνικής ειρήνης.

Ο άλλος ήρωας του παραμυθιού είναι οι νεότερες γενιές, η γενιά μου. Υπήρξε μια βιασύνη στον χαρακτηρισμό της ως «γενιά των 700 ευρώ». Γρήγορα έγινε των 600 και σε δυο χρόνια των 500, αλλά σήμερα δεν είναι τα ευρώ το μείζον όσο ο νοσηρός αέρας που αναπνέουμε στη χώρα και ειδικά στην πρωτεύουσα. Είπαμε: No future generation. Τα κακά παιδιά αυτής της γενιάς, κάνουν διδακτορικά και αγωνίζονται να απεγκλωβιστούν από το οικογενειακό σπίτι. Παίρνουν συμβολικούς μισθούς, φτιάχνουν blog, βλέπουν νέο ελληνικό κινηματογράφο, ακούνε indie και ηλεκτρονική μουσική, συχνάζουν στα Εξάρχεια και την Καρύτση, καπνίζουν στριφτό, τρώνε λίγο και πίνουν πολύ. Κατεβαίνουν ασύντακτα στις πορείες, κινούνται μεταξύ ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΣΥΡΙΖΑ και αντιεξουσιαστικού χώρου, διαβάζουν και κρέμονται από τα χείλη του Ζίζεκ και του Μπαντιού. Είναι απείθαρχα σώματα, τη στιγμή που η κοινωνική προσδοκία τους θέλει πειθήνια πνεύματα. Και κυρίως έχουν στο νου τους την απόδραση στο εξωτερικό. Μια από τις πιο ύπουλες κοινωνικές συνέπειες της κρίσης.

Γιατί είναι φανερό πως οι κοινωνικές συνέπειες της κρίσης δεν έχουν εμφανιστεί. Έχει πολύ αίμα ακόμα ο δρόμος. Οι γρατζουνιές του Χατζηδάκη είναι απλώς ένα πρελούδιο. Τα όργανα κουρδίζονται, η Φούγκα θα ακολουθήσει, καθώς η κοινωνία κάτω από τον ζυγό του Μνημονίου θα είναι μια άλλη κοινωνία από αυτή που είχε συνηθίσει να έχει απέναντί του το πολιτικό κατεστημένο: ισοπεδωμένη, κατακερματισμένη, αναστατωμένη. Το κοινωνικό κράτος μας τελείωσε. Τα σαρκοβόρα όρνεα των αγορών πλιατσικολογούν πάνω στα πτώματα που αφήνει πίσω του ο οδοστρωτήρας της νέας ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων. Κι όποιος αναρωτιέται γιατί δεν ξεσπά η εξέγερση, ας μην ξεχνά ότι ποτέ ιστορικά δεν υπήρξε απόλυτος χρονικός αυτοματισμός και συγχρονισμός μεταξύ των κρίσεων και των κοινωνικών αντιδράσεων. Χώρια που η ίδια η Ιστορία επιφυλάσσει πάντα εκπλήξεις.

Κι αν η επιστήμη δυσκολεύεται να ερμηνεύσει τα επιφαινόμενα και τα παρεπόμενα της κρίσης (ο Ηλίας Νικολακόπουλος τις προάλλες κλείνοντας την ομιλία του στην εκδήλωση των ΑΣΚΙ δήλωσε αδύναμος), ο νέος ελληνικός κινηματογράφος, που γνωρίζει μια πρωτοφανή άνθιση, απλώνει το βλέμμα του στα νέα πεδία συγκρούσεων ψηλαφώντας τα νέα δεδομένα. Δείτε το Attenberg, τον Κυνόδοντα και τη Χώρα Προέλευσης και θα καταλάβετε τι υλικό σιγοβράζει. Η Τέχνη συλλάμβανε πάντα πρώτη το άρρητο και το ανέκφραστο. Ο μετασχηματισμός των ανθρώπινων σχέσεων και η μετατροπή του πολιτιστικού προτύπου είναι κάτι που το συζητάμε αλλά μάλλον έχει έρθει η ώρα να ζήσει η κοινωνία τις συνέπειες του. Είναι νομίζω το κρίσιμο πεδίο από το οποίο θα κριθεί το θετικό ή αρνητικό πρόσημο του αύριο. Μιας και σήμερα όλα φαντάζουν θολά και άδηλα. Την ελπίδα την έδωσε ο Ζίζεκ προχτές. Τουλάχιστον, είπε, θα λέμε ότι ζήσαμε σε κακούς, δύσκολους αλλά ενδιαφέροντες καιρούς.

Η Ιστορία είπαμε κρύβει εκπλήξεις. Υπάρχουν δυνάμεις που ψηλαφούν το καινούργιο, που διαμορφώνουν νέα βλέμματα. Είναι οι μοναχικές ομάδες των ανένταχτων, ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τα νέα συνδικάτα, τα πρωτοβάθμια σωματεία, τα κοινωνικά κινήματα, οι διαφωνούντες, όσοι απαγκιστρώνονται από το ΠΑΣΟΚ, οι στρατιές των νέων φοιτητών, εργαζόμενων και ανέργων. Το ζητούμενο είναι να γίνουν οι κατάλληλες ζυμώσεις και να βρεθεί κοινός βηματισμός. Προς το παρόν, ας είμαστε σε εγρήγορση, να δυναμώνουμε τις αντιστάσεις και να πιέζουμε τους όποιους φορείς να μετατρέψουν τη διαμαρτυρία σε θετική πρόταση. Αν μπορούμε να διακρίνουμε στο θολωμένο ιστορικό ορίζοντα μια ευνοϊκή προοπτική, ένα οιωνεί «τέλος», αυτό σίγουρα θα έχει ελευθεριακό χαρακτήρα και θα σχετίζεται με την πραγμάτωση αριστερών ονείρων.

Το ζήτημα της συμμετοχής παραμένει κρίσιμο. Οι όποιες αλλαγές πρέπει να γίνουν μέσα από διαδικασίες συμμετοχής καινούργιες και αρμόζουσες στις νέες απαιτήσεις. Χρειάζεται να εφεύρουμε θεσμούς συμμετοχής και ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για την αριστερή επινοητικότητα. Η Αριστερά πάσχει από το σύνδρομο του κακού δασκάλου που περιμένει χαιρέκακα να κοκκινίσει με το στυλό του κόλλες. Ας φανταστούμε ένα άλλο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, νέες μορφές δράσης, απόφασης, διακυβέρνησης. Η Αριστερά δεν βρίσκεται στον κόσμο για να επιβεβαιώσει ιερές γραφές. Η φορμαλιστική θεσμομανία της Δημοκρατικής Αριστεράς, η ρητορεία περί επανίδρυσης του κράτους του Καραμανλή με την, ακόμα την περιμένουμε, μεταρρύθμιση στη Δημόσια Διοίκηση και η «συμμετοχική δημοκρατία» της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης δεν είναι οι απαντήσεις που αναζητούμε.

Ο Βαγγέλης Μουρίκης στο εξαίσιο Attenberg της Αθηνάς Τσαγγάρη που παίζεται στα σινεμά της πόλης, ετοιμοθάνατος από την κακιά αρρώστια του σύγχρονου πολιτισμού απευθύνεται ως παιδί του ύστερου διαφωτισμού στην ανώριμη και μισάνθρωπη κόρη του, παιδί της μεταμοντέρνας σύγχυσης: «Λυπάμαι που σ’ αφήνω στο νέο αιώνα χωρίς να σ’ έχω μάθει τίποτα….Φτιάξαμε έναν άθλιο πολιτισμό και νομίσαμε ότι κάναμε επανάσταση». Αυτή είναι η μοίρα μιας προβληματικής χώρας που πέρασε απότομα από τις στάνες στην ηλεκτρονική εποχή χωρίς τη δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού της στον παγκόσμιο χάρτη και με την ένταξή της στα διεθνή σχήματα από περίπλοκη έως αδύνατη. Λυπάμαι που δεν βλέπω ανάλογη γενναία αυτοκριτική στις γενιές της Μεταπολίτευσης παρά μόνο ενοχικά βλέμματα απέναντι στα παιδιά τους. Δριμύ επέρχεται το χάσμα των γενεών ως αναπαλαιωμένο συγκρουσιακό μοτίβο της νέας εποχής. Τουτέστιν, πάλι άγονη σύγκρουση, αταξική, χωρίς υψηλό διακύβευμα.

Το μέλλον λοιπόν καθίσταται πάλι αντικείμενο διερώτησης. Η Αριστερά κοιτάει το σημείο στίξης αμήχανη, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει, τι πρέπει να κάνει. Ξέρει μόνο ότι χρειάζεται δράση και ανασύνταξη. Και ο Ζίζεκ, πάντα από ριζοσπαστική σκοπιά, μας δείχνει το δρόμο: «Οφείλουμε να ρισκάρουμε βήματα στην άβυσσο του Καινούργιου σε εντελώς δυσμενείς συνθήκες, οφείλουμε να επινοήσουμε εκ νέου πλευρές του Καινούργιου έστω και μόνο για να διατηρήσουμε ό, τι ήταν καλό στο παλιό». Το μέλλον δεν μπορεί να είναι ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός. Αλλά, δυστυχώς απ’ ό, τι φαίνεται πρέπει πάλι να κάνουμε υπομονή.



Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Attenberg

Φτερά που κάτι τα εγκλωβίζει και δεν πετάνε. Οι ζωές μας...
Πήγα δυο φορές μέσα σε δέκα μέρες στον «Απόλλωνα» της Σταδίου να δω το ATTENBERG της Αθηνάς Τσαγγάρη, γιατί κάτι μου ψιθύρισε η ταινία την πρώτη φορά, κάτι του τύπου εδώ έχουμε θέμα και μάλιστα που μας αφορά. Έχει μια ομορφιά παράξενη το ATTENBERG  ως μεταιχμιακή ταινία μεταιχμιακής εποχής. Η χωροταξία της περιλαμβάνει παντού χώρους αναμονής, μεταβατικούς, μεταιχμιακούς. Μεταξύ νοσοκομείου και ξενοδοχείου εκτυλίσσονται τα πάντα. Χώροι τόσο μεταβατικοί όσο και η εποχή μας. Μια παρατεταμένη αμηχανία, μια εξουθενωτική αναμονή, ένα μοτίβο βασανιστικό φοντάρει την ιστορία του έργου που έχει ως εξής:


Η αρχική σκηνή της ταινίας. Μαρίνα: "Δεν μ' αρέσει. Είναι σαν να έχω ένα γυμνοσάλιαγκα στο στόμα μου!"

Στον υβριδικό βιομηχανικό οικισμό Ασπρα Σπίτια Βοιωτίας μεγαλώνει ένα παράξενο πλάσμα 23 χρόνων, η Μαρίνα, με τον μοναδικό γονιό της, τον πατέρα της, αρχιτέκτονα και ετοιμοθάνατο. Η Μαρίνα, ερωτικά απροσδιόριστη, μάλλον αγοροκόριτσο, δεν έχει ερωτικές σχέσεις, έχει όμως μια φίλη που τη μυεί στα φιλιά και την ερωτική συμπεριφορά, πάσχει από μισανθρωπία, μπαμπόθρεφτη καθώς είναι και ακοινωνικοποίητη. Ο πατέρας της, καθώς κυλάει ο χρόνος της αφήγησης, πεθαίνει ζητώντας να αποτεφρωθεί και να ρίξουν τη στάχτη του στη θάλασσα. Παράλληλα, στη ζωή της Μαρίνας εμφανίζεται και ο πρώτος άντρας, ένας νεαρός μηχανικός που επισκέπτεται το εργοστάσιο της περιοχής. Η σχέση περνάει από την κωμική αμηχανία σε πιο ολοκληρωμένα στάδια παράλληλα με τη διαδικασία θανάτου του πατέρα.

Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης θα έλεγε κανείς πως πρόκειται για μια ταινία-ελεγεία της αρχέγονης σχέσης κόρης-πατέρα. Έχω όμως την αίσθηση ότι η ταινία μιλάει κυρίως για την ενηλικίωση. Το είδα ξεκάθαρα και στην ταινία της Τσαγγάρη ότι πάντα η ενηλικίωση συνεπάγεται έναν θάνατο και ότι πάντα είναι μια δραματικά επώδυνη διαδικασία σε όποια ηλικία κι αν σε βρει.  Το συγκλονιστικό «σκάσε» στο διάδρομο του νοσοκομείου με τον πατέρα στο καροτσάκι είναι η απαραίτητη ιεροσυλία, μια πράξη αυθυπέρβασης και οριακής σύγκρουσης με ό, τι αγαπάς και θαυμάζεις, που απαιτείται όταν επιθυμείς να περπατήσεις ατομικές διαδρομές.

Η Τέχνη φαίνεται ότι δεν μπορεί να ξεφύγει εύκολα από το αιώνιο δίπολο Έρως-Θάνατος, δηλαδή στην ουσία το ζωντανό και το νεκρό σώμα, τις δυο συγκλονιστικότερες ολοκληρώσεις του ανθρώπινου περάσματος. Στο ένα κρεβάτι του πόνου στενάζει υπόκωφα ο πατέρας, στο άλλο της ηδονής στενάζει η κόρη. Οσο πιο κοντά στο θάνατο πλησιάζει ο πατέρας, τόσο πιο κοντά στην ενηλικίωση πλησιάζει η κόρη. Πολύ ξεχωριστή είναι η σκηνή που ο νεαρός επίδοξος εραστής ντύνει σαν πατέρας την άτσαλη ερωμένη που συμπεριφέρεται μηχανικά και περίπου του ζητάει να συνουσιαστούν βγάζοντας ψυχρά τα ρούχα της,

Το βλέμμα της ηθοποιού Αριέν Λαμπέντ κρύβει αναμονή έκρηξης. Τα μάτια της είναι δυο πυριτιδαποθήκες εκρηκτικές για τον εμπειρικό κόσμο με το υποδόριο γατίσιο ένστικτό της. Τα ανεπίλυτο οιδιπόδειο που την ταλανίζει εν αγνοία της δίνει στην ταινία ψήγματα ειλικρινούς φροϊδισμού. Ο ζωώδης πρωτογονισμός της, προϊόν της παρακολούθησης των ντοκιμαντέρ με ζώα του σερ Ντέιβιντ Ατένμπορο (παράφραση του ονόματος του οποίου είναι ο τίτλος της ταινίας), εκφράζεται σωματικά και λεκτικά με μιμήσεις κινήσεων ζώων και αναπαραγωγές ήχων και προσφέρει στο θεατή έναν ενστικτώδικο και αθώο κινηματογραφικό ήρωα, εξόχως γοητευτικό.

Για τον ηθοποιό Βαγγέλη Μουρίκη τι να πεις… Ο μινιμαλισμός ως υψηλή τέχνη. Όπως πάντα.

Το πιο συγκλονιστικό όμως στην ταινία είναι η μπρεχτική  Verfremdung (αποστασιοποίηση) στη διαχείριση του συναισθήματος από τους ήρωες. Κάτι που το ξέρει καλά η γενιά μας. Η έξαρση του συναισθήματος που συνεπήρε τις γενιές τις μεταπολίτευσης έχει ακυρωθεί στις γενιές, ας πούμε χοντρικά, απ’ το 1976 και κάτω. Το συναίσθημα ως ξεχείλισμα επιθυμιών δέσποσε στις πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις των πριν από εμάς γενεών. Η δική μας πολύ γρήγορα απομυθοποίησε ό, τι μπορούσε να κινητοποιήσει το συναίσθημα και έπλασε μια νέα φάση αποστασιοποιημένη και παγωμένη. Για όποιον καταλαβαίνει βέβαια, παγωμένο συναίσθημα δεν σημαίνει ελλείπον συναίσθημα. Σημαίνει έξυπνα διαχειρισμένη, με μέτρο και μινιμάλ αισθητική αντίληψη, συναισθηματικότητα. Οι διάλογοι της ταινίας έχουν μια φυσικότητα, ένα αναγνωρίσιμο cool που σιγοβράζει. Κανείς δεν σοκάρεται από τα λεγόμενα, κανείς δεν έχει διάθεση σύγκρουσης. Αυτή η συναισθηματική ουδετερότητα είναι το αισθητικό στοιχείο εκείνο που μου πρόσφερε τη χαρά της ταύτισης.


Και αυτό γιατί ο δικός μου, και όχι μόνο φαντάζομαι, αγώνας προς την ενηλικίωση υπήρξε ο αγώνας ενάντια στον εγγενή (πολύ φοβάμαι…) μελοδραματισμό μου. Για αυτό και η σκηνή που άφησε αμέσως μια γραμμή μέσα μου είναι αυτή που η Μαρίνα τυλίγει το κεφάλι της σαν αγκαλιά στο απλωμένο με μανταλάκια πουλόβερ του νεκρού πατέρα της. Αυτό το πάγωμα, αυτόν τον θερμοστάτη προσπαθώ να ρυθμίσω στη ζωή και στα κείμενά μου, με άνισα κάθε φορά αποτελέσματα.

Καταφέρνει με την ταινία της η Λαμπέντ να θίξει, έστω και ακροθιγώς ή υπαινικτικά, πολλά και ενδιαφέροντα θέματα, πέραν του εκρηκτικού διπόλου Έρως-Θάνατος: μονογονεϊκή οικογένεια, οικογένεια γενικότερα, σχέση των δυο φύλων, το αίσθημα του εγκλεισμού και του αποκλεισμού, Φύση και Πολιτισμός, οικολογία, γυναίκα, ομοφυλοφιλία, ενηλικίωση, το σώμα και η επιθυμία, η αρρώστια, η καύση νεκρών, η κοινωνικοποίηση, το σεξ, η γλώσσα, η Ελλάδα, η θρησκοληψία, ο ξένος, ο φόβος και η υπερνίκησή του, η μισανθρωπία και βέβαια το αδυσώπητο χάσμα γενεών. Και όλα αυτά υπό τους ήχους των Suicide και του Alan Vega. Βγάζουν μάτι οι ομοιότητες με τον Κυνόδοντα αλλά δεν πειράζει. Νομίζω ότι όσοι ασχολούνται με τις γυναικείες σπουδές, είτε επιστημονικά είτε πρακτικά, έχουν πολύ υλικό να αντλήσουν.

Μου φάνηκε ότι η ταινία της Τσαγγάρη κατέχει κινηματογραφικά αυτό που μας λείπει κοινωνικά. Προσφέρει δηλαδή μια νέα ρητορική του βλέμματος: το σωματοποιημένο βλέμμα.


Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Ο Χειμώνας ως Άνοιξη!

Πικάσο φυσικά...


Πριν λίγες ώρες, στην πόλη μου, παραδόθηκε δεμένος χειροπόδαρα και ο τελευταίος αντάρτης. Πριν λίγες ώρες, στην πόλη μου, έπεσε το τελευταίο οχυρό, ό, τι μας είχε απομείνει από τη λαίλαπα της κρίσης. Ο τελευταίος που αρνήθηκε να συμβιβαστεί με τις επιταγές της Δύσης, του ΔΝΤ και της τρόικα. Το τελευταίο μας αποκούμπι. Ό, τι μας απέμεινε στην Ελλάδα σε θησαυρό: Ο ήλιος και ο καιρός. Ο εκτυφλωτικά μεταφυσικός ελληνικός ήλιος μας αποχαιρέτησε κι αυτός δίνοντας τη θέση του στον επελαύνοντα Χειμώνα.

Μετά τον Ντομινίκ Στρος Καν προχθές και τον Όλι Ρεν χθες, σήμερα επισκέφτηκε την πόλη μου ως κατακτητής και επίσης με πολλή ειρωνεία, ο κύριος Χειμώνας. Τον περιμέναμε μέρες και όσο δεν ερχόταν μας μπαίνανε ιδέες. Λες να μην περάσει καθόλου από τα μέρη μας φέτος; Μα σήμερα μας ξεγέλασε. Πηγαίνοντας το πρωί στη δουλειά έβλεπες το θερμόμετρο στους 22 και έλεγες πάλι μας την έκανε ο παιχνιδιάρης.

Όμως ο Χειμώνας ήρθε και φέτος και αύριο θα ανατείλει πάλι κρυφά ο ήλιος. Συναντηθήκαμε τρεις φορές σήμερα. Τον συνάντησα στην ομπρέλα που κρατούσε το προνοητικό πρωτάκι του Α3 το πρωί, τον συνάντησα στις μπότες των γυναικών στο μετρό (όλες φορούσαν μπότες, φαντάζομαι πόσο το περίμεναν), τον συνάντησα στην έξοδο της Αττικής Οδού κοιτώντας τον ουρανό. Τα πουλιά φεύγανε τρομαγμένα για το Νότο σαν μεγάλες αλήτικες παρέες. Ύστερα τα μάτια μας πήραν το γνώριμο γκρίζο και η νύχτα ήρθε λίγο πιο νωρίς από χθες.

Τον περιμέναμε με ανυπομονησία τον Χειμώνα. Θέλαμε κάτι να αλλάξει στο σκηνικό μας. Κι αφού δεν μπορέσαμε να κάνουμε εμείς τις αλλαγές, η φετινή εναλλαγή του Χειμώνα γέννησε για πρώτη φορά μια ελπίδα. Ο Χειμώνας φέτος εμφανίστηκε ως Άνοιξη.

Αθήνα, Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010, ώρα 00:15, θερμοκρασία 7 βαθμοί.

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008


Σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη από την Καθημερινή 9.12.08


Συνεχίζουμε λοιπόν το ξεβράκωμα με τη δημοσίευση των ημερολογιακών σημειώσεων του Δεκέμβρη. Παρακάμπτουμε την Κυριακή της πορείας στη ΓΑΔΑ και πάμε στη θρυλική Δευτέρα της φωτιάς.



*Βράδυ Κυριακής. Ο υπουργός Παιδείας πήγε στο Ολυμπιακό Στάδιο να δει την ΑΕΚ. Το Σάββατο ήταν λέει στα μπουζούκια σε κάποιον Μακρόπουλο. Δηλώσεις πένθους έκανε δυο μέρες μετά.

*Γράφω με κόκκινα μάτια. Είναι αργά και η νύχτα δεν ησυχάζει με τίποτα.

*Το πρωί στο Σχολείο. Τα παιδιά έκαναν αποχή από τα μαθήματα σε ένδειξη πένθους προς τον Αλέξη. Σωστά, αλλά λυπάσαι καθώς δεν βλέπεις περιεχόμενο πίσω από την πράξη. Το ξεχαρβαλωμένο σχολείο καθρέφτης μας.

*Το απόγευμα κατεβαίνω στην πορεία. Πριν πάω στα Προπύλαια περνώ από Τζαβέλα και Μεσολογγίου. Ψυχεδελικά γκράφιτι σκεπάζουν τον ανείπωτο πόνο. Πολύς κόσμος σε στάση προσοχής και σιγής. Φεύγω και συναντιέμαι με 3 παλιούς μαθητές μου. Σαν ενστικτωδώς με αναζήτησαν, φοιτητές πια, και βγήκαμε μαζί στο δρόμο. Ωραία εικόνα σκέφτομαι. Είναι η πρώτη τους φορά σε πορεία, το βάπτισμα του πυρός κυριολεκτικά. Τον Γ. τον παίρνει συνεχώς τηλέφωνο η μαμά του ανήσυχη.

* Όπως πάντα, κινούμαι μέσα στην πορεία ακατάστατα, μπαίνω από όλα τα μπλοκ, παραμένω κυρίως παρατηρητής. Δεν είναι ο κόσμος που ξέρουμε αυτός που έχει κατέβει στο δρόμο. Δεν είναι οι συνδικαλιστές και οι αριστεριστές, τα κομματόσκυλα και οι αντιεξουσιαστές. Είναι εσύ κι εγώ. Η ευκαιρία που ψάχναμε.

*Στην πλατεία Κοραή μας χτυπάνε αλύπητα με χημικά. Χάνουμε το φως μας, βήχουμε, φτύνουμε, χάνω από δίπλα μου τα παιδιά, που πήγαν; Η πορεία έχει πολύ κόσμο, αλλά από νωρίς φαίνεται ότι θα γίνουν έκτροπα. Πολύχρωμο το πλήθος, παιδιά καθώς πρέπει, μεγάλοι και πολύ μεγάλοι. Είδα γιαγιά να πετάει πέτρα, κοριτσάκι 12 χρονών να πετάει νεράτζια σε αστυνομικούς, μανάδες να φωνάζουν σε μπάτσους, ανθρώπους να υψώνονται, να ομορφαίνουν, να βγαίνουν από τη μιζέρια. Να συνομιλούν με τις φλόγες. Στα πρόσωπά τους η οργή, πέτρινα βλέμματα που σπάνε τζάμια με μια ματιά. Πολλοί απόψε νομίσαν ότι φόραγαν μαύρα ρούχα και κρατούσαν κόκκινες παντιέρες. Οι τράπεζες πλήρωσαν τη μανία του πλήθους. Ο κόσμος στην πορεία παρακολουθεί έκπληκτος απίθανους τύπους να μπαίνουν στην πορεία και να σπάνε. Υπάρχει ανοχή. Κάποιοι τολμηροί τους βρίζουν. Η Παπαρήγα κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ ότι χαϊδεύει αυτιά κουκουλοφόρων. Η κατάσταση έχει ξεφύγει. Πανεπιστημίου και Σταδίου δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο. Ούτε τα μάρμαρα.

*Γελοίο το ΚΚΕ, καλά περιφρουρημένο, από κάτω μας, περνάει από την Αιόλου στο Μοναστηράκι και από εκεί Ερμού και Σύνταγμα μην και το λερώσουμε. Μικροαστισμός όπως πάντα, μοναχοφαϊσμός, εθνολαϊκισμός, συντηρητικούρα.

* Η πορεία τελειώνει στη Φιλελλήνων. Στο Σύνταγμα γίνεται χαμός, το μετρό κλειστό, τρόπος δεν υπάρχει να γυρίσουμε, ούτως η άλλως δεν σκοπεύουμε. Κάνουμε μια μεγάλη βόλτα, στο Ζάππειο μας σταματούν μπάτσοι της ομάδας Δέλτα, ο μαθητής μου ο Γ. έχει σχολική τσάντα και μακριά μαλλιά, ε βέβαια τον σταματάνε, τον ξεψαχνίζουν, τον αφήνουν, φεύγουμε. Γυρίζουμε από το Παναθηναϊκό στάδιο, στη Ρηγίλλης ανεβαίνουμε πάλι στο κέντρο. Το Κολωνάκι σπασμένο, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα, κάπου μακριά ακούγεται κρότος, καπνοί στον ορίζοντα.

* Η εικόνα της Αθήνας είναι «δεν πιστεύω στα μάτια μου». Δεν είναι εύκολο να γίνει η αναγνώριση αλλά νομίζω εξέγερση είναι αυτό που ζούμε. Η εικόνα της πόλης είναι νεκρή φύση!

* Η ώρα περνάει, η νύχτα βαθαίνει, παντού φωτιές, σπασμένα τζάμια, θρύψαλα, μανία, τρόμος, απόγνωση, ένας πολιτισμός παίρνει πίσω αυτό που μας δίνει. Το μέτρο έχει χαθεί. Γυρίζω στο σπίτι, ανοίγω την τηλεόραση και αισθάνομαι ότι έβλεπα άλλον αγώνα. Εικόνες βιβλικής καταστροφής, πολεμικές ανταποκρίσεις από τη Σταδίου, την Ερμού, τη Σκουφά. Κανένα πλάνο από το πλήθος που φώναζε, αλήθεια φώναζε, κι ας μην ήξερε τι.

* Η Ελλάδα είναι ένα διαρκές έγκλημα. Ό, τι σπέρνεις θερίζεις.

*Πανέμορφο το καμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

*Φέτος θα στολίσουμε μαύρα.

* Οι φωτιές φωτίζουν κι απόψε τα όνειρά μου. Αύριο θα ξυπνήσω αργά. Το ΥΠΕΠΘ έκλεισε τα σχολεία. Αύριο η κηδεία του μικρού νεκρού.

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008



* Είμαι στο μαγαζί και δουλεύω ένας πελάτης έρχεται από το κέντρο της Αθήνας να φάει μπριζόλα φέρνει την είδηση γίνεται χαμός λέει ένας μπάτσος σκότωσε έναν πιτσιρικά η είδηση πέφτει πάνω μου σαν σφαίρα σαν τσίμπημα μας αναστατώνει όλους οι άλλοι δίπλα δεν χάνουν την όρεξή τους. Αφήνω το δίσκο δουλεύουν στο μαγαζί και δυο πρώην αστυνομικοί ο ένας ψελλίζει κάτι του τύπου ποιος ξέρει τι κάνανε οι αλήτες μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι την τελευταία φορά που ένιωσα έτσι ήταν όταν μαχαίρωσαν τον Δημήτρη. Δεν είναι σκέτος θυμός σκέτη οργή είναι ψυχοσωματικό είναι τρύπημα στην ψυχή είναι ένα πράγμα σαν να μου σκοτώσανε τον αδερφό σαν να μου σκότωσαν έναν μαθητή που εγώ πασχίζω να του ανοίξω λιγάκι την κούτρα που κάνω υπομονή στην τρέλα στη βλακεία στην εφηβεία και καταπίνω τα πάντα και έρχεται ο μπάτσος και το κράτος και δίνουν τη λύση το κράτος σκοτώνει δηλαδή εμείς. Είναι 11 και τριάντα ακριβώς όταν το μάθαμε ο κόσμος τρώει έχω προαίσθημα ότι θα γίνει πόλεμος. Στην τηλεόραση βγαίνει ο Παυλόπουλος με ένα βλέμμα να ξεράσεις εκφράζει βαθιά οδύνη η αστυνομία κάνει καλά τη δουλειά της αυτό λέω κι εγώ είναι το πρόβλημα μου έρχεται να σπάσω την οθόνη. Βγαίνω από το μαγαζί κρύο πολύ δεν κάνει γλυκός καιρός για Δεκέμβρη έχω παρκάρει απέναντι ανοίγω ραδιόφωνο 105.5 στο Κόκκινο ροή ειδήσεων το παιδί κατέληξε λέει ο ιατροδικαστής (δεν πέθανε ε;) ήταν 15 ήταν στα Εξάρχεια όπως και εμείς στα 15 και στα 25 και βάλε με φίλους συνομίληκους διαπληκτίστηκαν ο μπάτσος σήκωσε το κουμπούρι και πάει…Μια ώρα στ’ αμάξι στην Αθήνα έχει κόσμο στο Πολυτεχνείο γίνονται επεισόδια. Η ώρα περνάει η νύχτα βαθαίνει γυρίζω στο σπίτι ανοίγω τον υπολογιστή ανοίγω και το ραδιόφωνο κάθομαι στο χαλί όπως τότε που ήμουν οχτώ ξανά ροή ειδήσεων χαμός στην Αθήνα κάποιος έγραψε αύριο στις 12 στο μουσείο εγώ θα δουλεύω αλλά κάτι μου λέει ότι δεν θα τελειώσουμε αύριο δεν γίνεται να περάσει έτσι. Βάζω το ραδιόφωνο στο πάτωμα η ώρα είναι 6 σε λίγο θα φέξει τα μάτια μου κόκκινα θυμάμαι τη ζαρντινιέρα τα πράσινα παπούτσια τα δακρυγόνα που έχουμε φάει στην Ελλάδα η νιότη είναι ιδιώνυμο βρεθήκαμε σ’ ένα διάλειμμα του κόσμου ο σώζων εαυτόν σωθήτω συνήθως ξενυχτάω γλεντώντας ή πίνοντας ή κουβεντιάζοντας απόψε μόνος πενθώντας έναν άγνωστο. Δεν μπορεί εμένα με συγκινεί που είναι νέος τη μάνα μου που είναι παιδί το δάσκαλο που είναι μαθητής τον Έλληνα ελπίζω που δεν είναι μετανάστης αν ήταν σίγουρα όλα θα ήταν αλλιώς οπότε ελπίζω να μη μείνει συμβάν και τα καθίκια ατιμώρητα στον Καλτεζά το 85 κανείς δεν τιμωρήθηκε.

* Είναι κάποια πράγματα που δεν έχει νόημα να γράψεις άντε να περιγράψεις το ανατρίχιασμα άντε να πεις με λέξεις την οργή τώρα είναι όλα φλυαρία και αυτές τις τελείες που έβαλα άχρηστες είναι η μέρα απόψε δεν τέλειωσε δεν μπορεί θα γίνει πόλεμος αν δεν γίνει πόλεμος τώρα πότε;

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Είμαστε οι συνθήκες. Ωριμάσαμε!



Το τι συνέβη στην Αθήνα πριν ακριβώς δυο χρόνια δεν το έχουμε ακόμη κατανοήσει. Ο χρόνος θα το ξεδιαλύνει κι αυτό. Ο ακατανόητος Δεκέμβρης παραμένει ένα γοητευτικό αίνιγμα για όλους τους κλάδους του επιστητού. Η Ιστορία, μετά την απότομη στραβοτιμονιά του Δεκέμβρη δείχνει να έχει χάσει τον εγελιανό της τσαμπουκά. Μια από τις πρώτες καταγραφές του Δεκέμβρη ήταν η κατάρρευση του πολιτικού παραδείγματος της Μεταπολίτευσης, τόσο συμμετοχικά όσο και ιδεολογικά. Και τώρα πια συμφωνούμε όλοι ότι παρακολουθούμε τους τίτλους του τέλους ενός μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης που έχει ξοφλήσει εδώ και χρόνια.

Ειπώθηκε επικριτικά ότι ο Δεκέμβρης δεν διατύπωσε αιτήματα. Έτσι είναι, αν προσπαθήσουμε να τον ερμηνεύσουμε μέσα στο πολιτικό πλαίσιο που μας είναι οικείο, το πλαίσιο της Μεταπολίτευσης. Ο Δεκέμβρης όμως διατύπωσε ένα αίτημα υπαρξιακό: «Είμαστε κι εμείς εδώ. Μην μας ξεχνάτε. Θέλουμε να γίνει…κάτι». Κι αν δεν κατόρθωσε να προσπορίσει ένα νέο αφήγημα, ωστόσο, ως αναγκαιότητα που υπήρξε, εξέφρασε ένα αισθητικό αίτημα συναφές με την ιδέα του Φουκώ για την επανάσταση. Την επανάσταση όχι ως πολιτικό σχέδιο, αλλά ως ύφος, ως αυτοπροσδιορισμό του ατόμου, ως αναζήτηση ταυτότητας, ως τρόπο ύπαρξης, ως ιδιαίτερη μορφή σχέσης με τον εαυτό μας και τον άλλο. Η επανάσταση χωρίς πολιτική φιλοδοξία, απλώς και μόνον ως αισθητική πρόταση που αρνείται τη μιζέρια, τον μικροαστισμό και τη μοιρολατρία.

Επιπλέον, ο Δεκέμβρης συμπύκνωσε πάμπολλες κινήσεις μικρής κλίμακας που ήταν μικρά συμβάντα αισιοδοξίας στο γκρίζο κοινωνικό κάδρο. Εξέφρασε και εκφράστηκε από τους πρωταγωνιστές του. Με δράσεις, χάπενινγκς, σιωπηρές διαμαρτυρίες, μουσικές, καταλήψεις στη Λυρική, σε στούντιο και κτίρια, συναυλίες, μεταμφιέσεις, ακτιβιστικές ενέργειες, χορούς στην Ακαδημίας, λουλούδια, στένσιλ, συνθήματα, επανοικειοποιήσεις ελεύθερων χώρων και πλήθος άλλων «καταστασιακών» δράσεων. Αν η εξέγερση μπορεί να οριστεί ως ένα παρατεταμένο «δεν θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου», ο Δεκέμβρης εκφράζοντας μια υπαρκτή κοινωνική κινητικότητα, έδωσε οξυγόνο σε αυτούς που το αναζητούσαν. Βεβαίωσε πως ό, τι ριζοσπαστικό και ανατρεπτικό μπορεί να προκύψει σήμερα, θα είναι ταυτόχρονα αισθητική πρόταση.

Περιείχε ενσταντανέ από το μέλλον. Στους αθηναϊκούς δρόμους και όχι μόνο, ακούστηκε η βοή των γεγονότων που έρχονταν ορμητικά. Ο Δεκέμβρης, τώρα πια είναι εμφανές, σηματοδότησε για τον Έλληνα την έναρξη της βίωσης της κρίσης που ζούμε σήμερα. Υπήρξε μια υπενθύμιση ότι η Ιστορία τρέφεται με αίμα, ότι και τα υποκείμενα της Ιστορίας χρειάζεται να αφουγκραστούν ένα θύμα. Ο θάνατος εντυπώθηκε στο κοινωνικό σώμα ως πολιτισμικό γεγονός. Η αντιμετώπισή του ως συγκυριακό συμβάν έχει τόση σχέση με την αλήθεια όση η προσέγγιση ότι η αστυνομική βία υπήρξε μεμονωμένο περιστατικό.

Η πηχτή ανοησία εκείνων των ημερών συσκότισε το περιεχόμενό του. Το χάσμα γενεών επανήλθε κάθετο, οριζόντιο, δριμύτερο, βαθύτερο, ανυπέρβλητο. Αυτό το αποκαρδιωτικό, για όσους συμμετείχαν, ρεζουμέ των αναλύσεων: «δεν σας καταλαβαίνουμε», επιβεβαίωσε ό, τι κουβεντιάζουμε στις παρέες. Το πρόβλημα παραμένει η γενιά της Μεταπολίτευσης. Με όλο το σεβασμό στις ευγενείς εξαιρέσεις, δεν αντέχεται πια σε όποιο χώρο κι αν συναντιόμαστε.

Οπότε; Οπότε, προτού γίνει και για μας το μέλλον ρυτιδωμένη θάλασσα, ας ζητάμε να δοθεί έλλογη διέξοδος στο αριστερό πάθος και άφοβα χώρος στο καινούργιο. Αναμένουμε την έναρθρη οργή.

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Παρασκευή 5.12.2008





* Είναι μυστήριο αλλά τον Νοέμβρη πάντα βρίσκεις χρόνο για γράψιμο. Και όταν πια έρχεται ο Δεκέμβρης, ο μήνας ο σκληρός, το χέρι σου έχει σφίξει και έχει πιάσει την ρυθμική και νευρική κίνηση που απαιτείται για να γεμίσει τα μαύρα Moleskine.

* Σ’ ένα παλιό περιοδικό διάβασα κάτι αρκετά καλό και κόντρα στη βαρετή σοβαροφάνεια της συνοφρυωμένης διανόησης. Ο γλυκύτατος Στέφανος Ροζάνης έδωσε έναν ορισμό του ΓΕΛΙΟΥ. Αντιγράφω:
«Το γέλιο είναι το άνοιγμα του ανθρώπου στον άνθρωπο: είτε θετικά ως κίνηση χαράς και αποδοχής προς τον άλλο, είτε αρνητικά ως απόρριψη, ως απομάκρυνση, ως αποχωρισμός. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, το γέλιο είναι το ξέσπασμα των συναισθημάτων, μια ιδιαίτερη στάση του πνεύματος απέναντι στον κόσμο: ένα ιδιαίτερο είδος στοχασμού και αναστοχασμού. Πρέπει κανείς να γελά φιλοσοφώντας, έλεγε ο Επίκουρος».

* Ήμουν σε δίλημμα. Απόψε, τι θα προτιμούσα να ικανοποιήσω; Την απολλώνια ή τη διονυσιακή πλευρά του εαυτού μου; Τελικά πήγα και στα δυο.

* Απόψε στη Στοά του Βιβλίου ο Δάσκαλός μου, ο Λαοκράτης Βάσσης, παρουσίαζε το καινούργιο του βιβλίο: «ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ». Το πάνελ των ομιλητών εκρηκτικό. Στάθης, Πανούσης, Ξυδάκης, Γιατρομανωλάκης, Κωνσταντόπουλος. Ο χώρος κατάμεστος, πολύς κόσμος όρθιος. Η επίσημη Αριστερά χαρακτηριστικά απούσα. Από τον Συνασπισμό είδα μόνο τον Γιάννη Μπαλάφα. Οι ηλικίες όλων τεράστιες. Πρέπει να είμαι με μεγάλη διαφορά ο μικρότερος εδώ μέσα. Αλήθεια, πόσες φορές έχω ζήσει αυτή την παράξενη φάση;

* Ο Στάθης μιλάει πρώτος. Ο λόγος του είναι το ίδιο γοητευτικός με τα γραπτά του. Κατακεραυνώνει το πόνημα της Ρεπούση και βγάζει το άχτι του για την αγραμματοσύνη και την ημιμάθεια που μας κυκλώνει. Ωραία τα λέει: «Κάποτε όποιος έγραφε κατέβαζε 100 βιβλία από τη βιβλιοθήκη για να πει μια κουβέντα». Μας εξηγεί πολύ πειστικά ότι το πιο δύσκολο από όσα μας συμβαίνουν σήμερα είναι το να είσαι ο εαυτός σου χωρίς να κινδυνεύεις, το να διατηρείς την ευαισθησία σου χωρίς να λοιδωρείσαι. Κατεβαίνει από το πάνελ πανηγυρικά: «Όπου ακούτε ο καπιταλισμός πεθαίνει, αυτό σημαίνει ο καπιταλισμός παλινορθώνεται»!

* Τον λόγο παίρνει ο Νίκος Ξυδάκης. Η πιο ροκ γραφίδα της ελληνικής δημοσιογραφίας. Έχω ξεκοκαλίσει τα κείμενά του. Σήμερα θα επιμείνει στην αμφίθυμη σχέση Αριστεράς και ελληνικότητας. Μ’ αρέσει ο λόγος του γιατί σ’ αυτόν συναιρούνται το αισθητικό και το πολιτικό. Όποιος με ξέρει πάνω από τρεις μήνες, καταλαβαίνει γιατί λατρεύω την πένα, το πνεύμα και το στυλ του Ξυδάκη.

* Ο Γιώργης ο Γιατρομανωλάκης ήταν στο Πανεπιστήμιο ένας από τους μετρημένους στα δάχτυλα του χεριού καθηγητές που σεβόμουν και θαύμαζα για τη δουλειά τους. Κάποιες φίλες εκείνων των χρόνων (1999-2004) τον έβλεπαν ως είρωνα και σνομπ. Εγώ πάλι, καμιά φορά, μπορώ να τη συγχωρήσω την ειρωνεία, όταν διατυπώνει άποψη. Με ενοχλεί περισσότερο η απαιδευσιά και η βαρεμάρα. Ο κύριος καθηγητής το λέει απροκάλυπτα: «Η Αριστερά πάσχει από το σύνδρομο του κακού καθηγητή. Ο κακός καθηγητής βλοσυρά και περίπου χαιρέκακα κοκκινίζει τις κόλλες των μαθητών του. Σπανίως όμως προβαίνει και στη διατύπωση υποδείξεων, προτάσεων». Σωστός κι αυτός. Νομίζω ότι όποιος ανοίξει το στόμα του για να ασκήσει κριτική στην Αριστερά, ό, τι και αν πει, μέσα θα πέσει.

* Ο πρώην πρόεδρός μας, ο Νίκος Κωνσταντόπουλος θα δώσει μια άλλη διάσταση για την κακή μας την τύφλα: «Το 1989 που ο κόσμος κλυδωνιζόταν από την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, εμείς εδώ ασχολούμασταν με το Σκάνδαλο Κοσκωτά. Το 2008 που εκδηλώνεται η παγκόσμια οικονομική κρίση, εμείς ασχολούμαστε με την οικονομική κρίση». Τι έχουν τα έρημα και ψοφάνε…

* Τελευταίος ανεβαίνει ο Δάσκαλός μου. Κοιτώ τη βαριά και περήφανη περπατησιά του και τον καμαρώνω, αισθανόμενος πολύ τυχερός που για έναν ολόκληρο χρόνο, στα 18 μου, τον άκουγα 3 ώρες τη βδομάδα να μιλάει και το στόμα του να ξεδιαλύνει όλες τις συγχύσεις της εφηβείας μου. Μιλά με συστολή, άκουσε πολλά καλά λόγια είναι αλήθεια, που μόνο να τρομάξουν μπορούν έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν. «Κάθε φορά που ο λαός ζορίζεται, αντλεί δύναμη από την ψυχή. Η ψυχή μας είναι ο πολιτισμός μας. Αν χαθεί κι αυτή, καήκαμε».

* Τελειώνοντας, στο χειροκρότημα, είχα την αίσθηση πως απόψε πήρα καθαρό οξυγόνο. Νομίζω ότι παρακολούθησα την πιο σημαντική πολιτική εκδήλωση της ζωής μου. Κάτι έγινε απόψε. Όμως, αυτή η πνιγηρή ατμόσφαιρα γύρω δεν ξέρω που θα βγάλει…

* Τώρα, για να είμαι ειλικρινής, την τελευταία ώρα συνεχώς κοιτούσα το ρολόι μου. Είχα το νου μου στους ΣΤΕΡΕΟ ΝΟΒΑ. Το συγκρότημα που σφράγισε τα ακούσματα της εφηβείας μου, απόψε σμίγει ξανά μετά από 11 χρόνια (1997, ουάου, Β’ Λυκείου) στο πάρτυ για τα τρία χρόνια της Lifo. Κατά έναν παράξενο τρόπο απόψε γιορτάζει το παρελθόν μου. Λαοκράτης Βάσσης και Στέρεο Νόβα. Δυο κόσμοι ολότελα ξεχωριστοί, κι όμως τόσο κοντά μέσα μου.

*Έφυγα σφαίρα από την Πανεπιστημίου. Κατεβαίνοντας από την Ομόνοια στην Πειραιώς κολλάω στην κίνηση. Απίστευτο μποτιλιάρισμα. Να πηγαίνουν στους ΣΤΕΡΕΟ ΝΟΒΑ όλοι αυτοί; Μια ώρα αργότερα, κι αφού στο αυτοκίνητο ζεσταίνομαι ακούγοντας τα ξεφτισμένα από το χρόνο cd τους φτάνω στο εργοστάσιο Μπήτρου στην Πέτρου Ράλλη, δίπλα από τα Μπισκότα Παπαδοπούλου (άλλο πανηγύρι της εφηβείας αυτό!). Είμαι μόνος, παρκάρω βιαστικά σ’ ένα ξεκοιλιασμένο πεζοδρόμιο, από μακριά μου έρχεται ένας ήχος ηλεκτρονικός, γνώριμος από εκείνη την, όχι μακρινή, εποχή.

* Τους πρόλαβα όταν βγήκαν ντυμένοι ζαχαροπλάστες στη σκηνή. Έχει απίστευτο κόσμο, αν και πολλοί φαίνονται άσχετοι που ήρθαν για το τζάμπα. Δεν θυμάμαι αν ο Μιχάλης ή ο Κωνσταντίνος φορούσε μαύρα γυαλιά. Ή μάλλον δεν έβλεπα. Από την κοσμοπλημμύρα δεν μπορούσες να πλησιάσεις. Ο στίχος των ΣΤΕΡΕΟ ΝΟΒΑ και η αισθητική τους άποψη γρήγορα με ξεμπλόκαραν από την τεστοστερόνη του ροκ. Ο ήχος τους είναι βγαλμένος από τους φωταγωγούς και τις ταράτσες των άθλιων πολυκατοικιών που μεγαλώσαμε στο κέντρο της Αθήνας.

* Ώρα 1 παρά τη νύχτα. Στέκομαι και απολαμβάνω. Τους κοιτώ μετά από τόσα χρόνια μαζί και σκέφτομαι τη ζωή και το θάνατο. Μπορεί να ξαναγεννηθεί ό, τι πεθαίνει; Ζει με άλλη μορφή; Όλα για πόσο;

* Στο «Μικρό Αγόρι» αφέθηκα, έγινα! «Κανένας στα σχολεία δεν σου έμαθε τίποτα/και από τα τελευταία θρανία χάζευες τα σύννεφα», εγώ τι κάνω στο σχολείο σήμερα; Στο «Παζλ στον αέρα» θυμήθηκα τα κλειστά κλαμπ της συμφοράς, τα χαμένα βράδια, πρόσωπα που έχουν ξεθωριάσει σαν παλιές φωτογραφίες. Στη «Νέα Ζωή 705» διασταυρώθηκα με το δικό μου «Περισσός 605» που στα 16 μου ήταν το λεωφορείο-πέρασμα στην ελευθερία των Εξαρχείων και του κέντρου.

* 45 λεπτά έπαιξαν όλα κι όλα. Τόσο κράτησε και το φλερτ με την εφηβεία. Ύστερα ανέλαβαν οι dj. Έκατσα καμιά ώρα και έφυγα. Στις 03:00 έπεσα ξερός στο κρεβάτι για ύπνο.

* Αύριο γιορτάζει ο αδερφός μου.

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Ο Δεκέμβρης μέσα από τα μάτια μου



Από αύριο 5 Δεκεμβρίου και μέχρι τις 9 Γενάρη θα βγάλουμε άπλυτα στη φόρα! Με αφορμή την επέτειο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και τα "Δεκεμβριανά" που ακολούθησαν, ο Πανωλεθρίαμβος κάθε μέρα θα μεταγράφει ηλεκτρονικά τα χειρόγραφα του ημερολογίου που κρατούσε εκείνες τις νύχτες που όλα καίγονταν και φωτίζονταν τα μάτια μας. Τα ημερολόγια δεν αφορούν μόνο τη βίωση των γεγονότων, αλλά περιλαμβάνουν και τα συμφραζόμενα της εποχής σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο που ενδέχεται να φωτίσουν κάποιες πτυχές της εξέγερσης. Πάντα με γοήτευε η σύμφυρση του ατομικού με το κοινωνικό και αυτές οι ημερολογιακές καταγραφές νομίζω ότι έχουν κάτι που μπορεί να διαβαστεί σαν ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα. Σκόπιμα ξεκινώ από τις 5 Δεκέμβρη που ήταν για μένα μια εξαίσια και ξεχωριστή μέρα. Εναλλακτικό αφιέρωμα στον Δεκέμβριο του 2008 λοιπόν από αύριο στον Πανωλεθρίαμβο!!

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Ο ρητορικός πατριωτισμός και «η ευγενής μας τύφλωσις»

Πάντα αυτό που ενοχλεί περισσότερο δεν είναι η πράξη καθαυτή όσο η υποκρισία. Σε κατάφωρη αντίφαση με ό, τι βιώνουμε ιστορικά, το ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ ολοένα και περισσότερο τον τελευταίο καιρό παίζει με τις λέξεις έθνος και εθνικό συμφέρον. Ο νέος πατριωτισμός που ευαγγελίζεται, αποφλοιωμένος από τα σημαινόμενα της έννοιας πατρίδα, εξελίσσεται σε εκρηκτικό μείγμα στο κοινωνικό σώμα καθώς διασταυρώνεται με τον αφελή εθνικισμό και λαϊκισμό συνάμα, του Αντώνη Σαμαρά. Η «ευγενής μας τύφλωσις» επανέρχεται οξεία και σε κακή χρονική συγκυρία. Εκεί που τελειώνει η πολιτική, αρχίζει ο ρητορικός πατριωτισμός του Γιώργου Παπανδρέου. Πριν λίγες μέρες σ’ ένα γήπεδο μπάσκετ απευθυνόμενος σε ένα κλακαδόρικο ακροατήριο χαρακτήρισε αντιπατριωτική απόπειρα υπονόμευσης της χώρας την καταψήφιση του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές. Με λεκτικούς ακροβατισμούς περί…πάτρης, εντελώς κενούς πολιτικού περιεχομένου και ακόμη χειρότερα προκλητικά εκβιαστικούς προς το κοινωνικό σώμα, την ώρα που συλλογικά αναμετριόμαστε με μια ταπεινωτική εθνική πολιτική πραγματικότητα, ο δημαγωγικός πατριωτισμός του Παπανδρέου, σε αντίθεση με τον ουσιαστικό πατριωτισμό, που επέδειξε ο ιρλανδικός λαός για παράδειγμα προτιμώντας σύμφωνα με δημοσκόπηση τη στάση πληρωμών από την αποπληρωμή του χρέους, είναι εθνικά επικίνδυνος.

Και ενώ το δικομματικό σύστημα κάνει πως δεν βλέπει την κοινωνική έκρηξη που έρχεται, προετοιμάζει και προετοιμάζεται για την προοπτική οικουμενικής κυβέρνησης, για την επένδυση της νέας κατάστασης με τον μανδύα της εθνικής αναγκαιότητας. Από κοντά και οι νέες δυνάμεις του πολιτικού μας συστήματος. Η Δημοκρατική Συμμαχία και η Δημοκρατική Αριστερά προσέρχονται στο νέο σκηνικό με μπαγιάτικα πρόσωπα και ιδέες και μπόλικη τηλεοπτική σοβαροφάνεια. Σημειολογικά, μυρίζει κουτοπόνηρη συναίνεση αυτή η επίμονη αναφορά στους τίτλους της δημοκρατικότητας.

Και η Αριστερά; Τι κάνει για όλα αυτά; Η Αριστερά που έχει στον πυρήνα του αξιακού της οπλοστασίου την ιδέα της πατρίδας στην άυλη ρομαντική μορφή της, η Αριστερά που έχει ρίζες σπαρμένες στην εαμική αντίσταση και τον ριζοσπαστικό πατριωτισμό με έργα και όχι με ρητορείες, η Αριστερά των αριστερών που δίνουν περιεχόμενο στον πατριωτισμό υπερασπιζόμενοι το δημόσιο χώρο, τα κοινωνικά αγαθά, το εθνικό συμφέρον. Αυτή λοιπόν η Αριστερά τριχοτομεί την τρίχα. Κι ας το καταλαβαίνουν όλοι ότι δεν είναι η ώρα για διαπάλες και άγονες συγκρούσεις. Κι ας μην είναι τώρα η στιγμή να λυθούν τα υπαρξιακά της ζητήματα, κι  ας μην είναι η τώρα η στιγμή για μετρήσεις ιδεολογικών τεστ αριστερού DNA και επαναστατικής καθαρότητας. Ο κόσμος, και όχι μόνο της Αριστεράς, τη θέλει ενωμένη. Γιατί μόνο αυτό καταλαβαίνει. Και απαιτεί ένα ισχυρό μέτωπο σε σαφή και σταθερή αντιδικομματική κατεύθυνση, με κυβερνητική προοπτική, σε μια λογική υπέρβασης των σχημάτων και των μαγαζιών. Με τολμηρές αλλαγές στα πρόσωπα. Με τη στροφή σε αυτό το κομμάτι του κόσμου που αντιλαμβάνεται την πολιτική με άλλους όρους, με την είσοδο στην πολιτική των άξιων, των νέων και των κοινωνικά καταξιωμένων. Χαζεύεις όμορφο κόσμο στις πορείες. Γιατί να μένει πολιτικά μετέωρος αυτός ο κόσμος;

Η αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού πρέπει να αρχίσει από την Αριστερά. Ας μην βαυκαλίζεται με το να πιστεύει ότι δεν αποτελεί μέρος της κρίσης. Να μη χαθεί κι αυτό το τρένο. Μας ενοχλούν και τα πρόσωπα και οι ηγεσίες και όλα. Όμως δεν είναι τώρα η ώρα για ξεκαθαρίσματα. Τώρα που η Ιστορία μας κλείνει το μάτι και με δεδομένη τη δραματική ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού, είναι ώρα για πρωτοβουλίες ώστε να λάβει τέλος το υπαρξιακό δράμα του να έχουμε αριστερούς χωρίς Αριστερά. Η «ευγενής μας τύφλωσις» δυστυχώς δεν περιλαμβάνει μόνο τους πυλώνες του δικομματισμού. Περιλαμβάνει και την κατακερματισμένη ριζο-σπαστική Αριστερά.

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Όχι, λάθος είχα κάνει

Πριν κάποια χρόνια, όχι δίχως αυθάδεια, είχα γράψει σε κάποιο νοτισμένο κείμενο: «Τη μόνη εξουσία που αποδεχόμαστε, τη μόνη τυραννία που αντιμετωπίζουμε αδιαμαρτύρητα, εμείς που διψάμε για ουρανούς ελευθερίας, είναι ο χρόνος». Όχι, λάθος είχα κάνει. Τώρα πια ξέρω. Δεν είναι ο χρόνος ο τύραννος. Το παρόν είναι. Το παρελθόν και το μέλλον έχουν λυτρωτικές και απελευθερωτικές διαστάσεις. Ενώ το παρόν φέρει τη στασιμότητα, το ψύχος, την αγωνία, την αβεβαιότητα. Αυτή τη γλυκιά βία, που με στωικότητα αποδεχόμαστε ήσυχοι όταν η σκέψη δομείται και δονείται από ανελέητη παροντικότητα

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Πορτρέτο ενός μοναχικού αναρχικού, εξόριστου από πάντα

Χθες βράδυ, ανοίγοντας την τηλεόραση για ειδήσεις, έπεσα τυχαία πάνω σ’ ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τον αγαπημένο μου Έλληνα σκηνοθέτη. Τον Νίκο Παπατάκη.

Μου έχει συμβεί τρεις φορές να ερωτευτώ κάτι γεροντικό. Τις δυο προηγούμενες φορές ήταν δια ζώσης, όταν κατά τη διάρκεια κάποιων συνεντεύξεων για το Έψιλον, αισθάνθηκα να ερωτεύομαι τα υγρά τρεμουλιαστά γκριζοπράσινα μάτια της Έλλης Παππά και την κελαρυστή φωνή της Εύας Κοταμανίδου. Ήμουν και στον χώρο τους, αισθάνθηκα να παραδίνομαι και για πρώτη φορά συνειδητοποίησα τόσο έντονα ότι ενδέχεται ο χρόνος να μην κατορθώσει να λεηλατήσει όλα τα τιμαλφή σου. Πίσω από ραγάδες, ρυτίδες και λαβωματιές μπορεί να υπάρξει και κάτι αναλλοίωτο, το πολύτιμο εκείνο μέταλλο που συνδέεται με το «είναι» σου. Χθες σκέφτηκα πάλι κάτι για το οποίο δεν χρειάζεται να σιγουρευτώ. Μονάχα σε δυο πράγματα μπορώ να παραδοθώ αφοπλισμένος. Στο βλέμμα και τη φωνή.

Χθες από τηλοψίας ερωτεύτηκα το σταθερό και σίγουρο βλέμμα του Παπατάκη και ένιωσα περήφανος που μ’ αρέσουν υπερβολικά οι ταινίες ενός ανθρώπου με τέτοια μάτια και ματιά. Τον έβλεπα για πρώτη φορά να μιλά και να κινείται και θαύμασα την αρρενωπή εφηβεία των 90 χρόνων του και το γερό του κόκκαλο. Σκέφτηκα μελαγχολικά πόσα ταξίδια, πόσοι άνθρωποι, πόσες εικόνες, πόσες ήττες, πόσες διαψεύσεις χρειάζονται για να σμιλευτεί αυτό το κοίταγμα. Σαν τον τοίχο στο Booze Cooperativa που με τον καιρό εξελίσσεται σε έργο τέχνης του αόρατου δημιουργού κυρίου Χρόνου.

Ήξερα καλά τις ταινίες του, οι Βοσκοί της συμφοράς (Patres du desordre) παραμένουν από τα πιο όμορφα πράγματα που έχει κάνει ποτέ Έλληνας σκηνοθέτης, αλλά χθες γνώρισα και τη ζωή του. Δεν έχω διαβάσει την αυτοβιογραφία του, «Όλοι οι δρόμοι προς την απόγνωση», αλλά μάλλον θα είναι η επόμενη αγορά βιβλίου που θα κάνω.

Έλληνας της διασποράς, γεννήθηκε πριν 90 χρόνια στην Αιθιοπία από πατέρα Έλληνα και μητέρα Αβησσυνή. Στα 14 έφυγε από το σχολείο και βρήκε καταφύγιο σε μια πόρνη. Όταν τον βρήκαν οι γονείς του, ο πατέρας του τον αλυσόδεσε 15 μέρες και ύστερα τον έστειλε εξορία στη Βηρυττό. Την περίοδο της νιότης του οι Ιταλοί αποικιοκράτες τον απέλασαν από την Αιθιοπία. Ήρθε το 1936 στη θλιβερή μεσοπολεμική Αθήνα του Μεταξά και δούλεψε δυο χρόνια σε ξενοδοχείο. Στο Παρίσι πέρασε τα χρόνια της Κατοχής και εκεί ζει μέχρι σήμερα. Μετά τον πόλεμο έγινε ιδιοκτήτης του περίφημου καμπαρέ «La Rose Rouge» στο οποίο εμφανίστηκαν ο Μαρσώ, ο Φερρέ, η Γκρεκό, ο Κενώ, ο Πρεβέρ, ο Κοκτώ. Αδερφικός φίλος του Ζαν Ζενέ, του Σαρτρ, της Μποβουάρ και όλης της αβανγκαρντίας του Saint Germain του ’50, αναγκάστηκε να φύγει από τη Γαλλία όταν στον πόλεμο της Αλγερίας βοηθούσε την «τρομοκρατική» F.N.L. Βρέθηκε στη Νέα Υόρκη, γνώρισε τον Κασσαβέτης, τον ερωτεύτηκε παράφορα η Γερμανίδα τραγουδίστρια Niko που συνεργαζόταν με τους Velvet Underground και όταν πια γύρισε στην Ελλάδα το 1966 γύρισε τους «Βοσκούς» μια μοναχική ταινία στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, τον μακρινό και ξεχασμένο πρόγονο του «Κυνόδοντα» (ο «Κυνόδοντας» μου θύμισε τους «Βοσκούς», τους είδα πάλι πρόσφατα και το τσίμπημα που ένιωσα ήταν ίδιο όπως την πρώτη φορά, πράγμα σπάνιο με τα έργα τέχνης και όχι μόνο).

Στο ντοκιμαντέρ που πρόβαλε η ΕΡΤ, στην εξαίσια νυχτερινή ζώνη του Doc on air, και το οποίο επιμελήθηκαν ο Τίμων Κουλμάσης και η Ηρώ Σιαφλιάκη, ο γοητευτικός αυτός κύριος δίνει θαυμάσια απρόσμενες απαντήσεις. Μιλώντας για την αισθητική του κινηματογράφου που υποστηρίζει, παρουσιάζει τις ταινίες του ως όπλα ανατροπής και εξέγερσης. Αυτό που τον απασχολούσε πάντα ήταν η αναζήτηση της προσωπικής έκφρασης που να μη μοιάζει με άλλη και να μην εμπνέεται από άλλη. «Βάζω μια κραυγή εξέγερσης με τις ταινίες μου», θα πει κάπου. Κι όμως αυτή η κραυγή δεν είναι η προφανής, δεν υπάρχει ρεαλισμός στις ταινίες του, ούτε αριστερά επαναστατικά ταμπούρλα. Υπάρχει η αισθητική που σπάει σε κομμάτια την αφήγηση, η αισθητική της αλληγορίας, της ελλειπτικότητας πολύ μακριά από τις βαρετές αφηγήσεις του ρεαλισμού. Καμία σχέση με Ελλάδα δηλαδή.

Σταχυολογώ ωραία κομμάτια της συνέντευξης: «Είμαι εξόριστος από πάντα. Δεν μπορώ να ανήκω πουθενά. Έχω μια καχυποψία με τις ιδεολογίες. Κύριο θέμα στις ταινίες μου είναι η ταπείνωση και η εξέγερση. Όμως η εξέγερση στις ταινίες μου πρέπει να αποτύχει. Αλλιώς δεν θα είχε νόημα να κάνω ταινία. Ίσως η απόγνωση είναι πιο αναγκαία από την ελπίδα!

Τι είναι εξορία για σας; Να είμαι ξεκομμένος απ’ όλα. Είμαι εξόριστος από πάντα. Ο αγώνας μου ήταν πάντα μοναχικός»


Κάπως έτσι ξελασπώσαμε  από ένα αδιάφορο βράδυ Δευτέρας.

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

20.11.1981




Φυσούσε ένας μανιασμένος αέρας. Τα φθινοπωριάτικα ξερά φύλλα σηκώνονταν από τις άκρες του δρόμου λες και κάποιος δαίμονας ξύπνησε κάτω από την άσφαλτο. Στον 5ο όροφο του μαιευτηρίου «Λητώ» εκείνη δεν είχε ξυπνήσει ακόμη από τη νάρκωση. Μόλις είχε φέρει στον κόσμο ένα στρουμπουλό και ροδαλό αγοράκι 4 κιλών που αφού έκλαψε εθιμοτυπικά και αφού σκεπάστηκε στην αγκαλιά των άσπρων σεντονιών που έφερε η χαμογελαστή μαία, έκλεισε το στόμα του και περίμενε υπομονετικά να μεγαλώσει. Κανένας δεν πρόσεξε τότε αυτή την υπομονή του βρέφους.

Εκείνη ήταν ακόμη 19 ετών. Μέσα σ’ ένα χρόνο είχαν συμβεί τόσες αλλαγές στη ζωή της που δεν είχε προλάβει να καταλάβει τη μεταμόρφωσή της. Εκείνος δούλευε την προηγούμενη νύχτα, πάντα σερβιτόρος, και έφυγε βιαστικά από τη δουλειά του. Σε λίγο θα γινόταν πατέρας. Ένα λαϊκό ζευγάρι του 80 ήταν οι δυο τους. Κανείς τους δεν κατάλαβε τι δημιούργησαν, τι έφεραν στον κόσμο. Ούτε τον κόσμο στον οποίο το έφεραν είχαν καταλάβει. Γι’ αυτό και ζήσαν εν αγνοία ευτυχισμένοι.

Το αγοράκι «συνελήφθη» κάποια από τις νύχτες του μεγάλου σεισμού της Αθήνας, τον Φλεβάρη του ίδιου χρόνου. Οι γονείς του ήταν ανύπαντροι ακόμη και όταν έγινε ο γάμος, Δευτέρα του Πάσχα στο χωριό, η κοιλιά εκείνης είχε αρχίσει να φουσκώνει. Λίγες μέρες πριν τη γέννα, εκείνος έτρεχε στους δρόμους για την «Αλλαγή». Το ΠΑΣΟΚ ερχόταν ορμητικά στην εξουσία και τίποτα δεν μπορούσε να προβλέψει την οικτρή διάψευση τριάντα χρόνια μετά.

Το βρέφος πάντως έδειξε αμέσως τις διαθέσεις του. Χαμογελούσε προς πάσα κατεύθυνση, προτού αρχίσει να καταλαβαίνει τον κόσμο. Και παράλληλα άφηνε τα σάλια του σε όποιον το πλησίαζε. Κάποια χρόνια αργότερα περπατώντας στα κλειστά μαγαζιά της ρημαγμένης από την ύφεση πόλης του, θυμήθηκε το βλέμμα της μάνας του μπροστά στις βιτρίνες της οδού Λαρίσης, τότε που λαχταρούσε να το ντύσει με τα πιο αφράτα ρούχα αλλά το πορτοφόλι ήταν άδειο.

Ιτέας 5, Αμπελόκηποι. Το πρώτο του καταφύγιο. Μια φωλιά της αγάπης, ένας ιδιωτικός ουρανός. 29 χρόνια μετά, το αγοράκι, άντρας πια, της παντρειάς που λέει ο λόγος, θα έλεγε στους φίλους του καμαρώνοντας, ένα μεθυσμένο βράδυ, ότι ο ίδιος υπήρξε προϊόν έρωτα και πάθους και όχι μηχανικού σεξ και τυχαίου λάθους. Πάντα έτσι προσπαθούσε να εξηγήσει όσα συνέβαιναν στη ζωή του. Πίστευε στην αριστοτελική «εντελέχεια» και έβλεπε έναν τελεολογικό σκοπό γύρω από κάθε εκδήλωση της ζωής του. Του άρεσε να κρατάει τις λεπτομέρειες από τη σημειολογία των πραγμάτων. Και εκείνο το βράδυ που έκλεινε τα 29 του χρόνια ήθελε να βγει στους δρόμους και να φωνάξει σαν τον Μόχα του τραγουδιού: πείτε σε όλους ότι εγώ, εκείνο το βρέφος, ως τα σήμερα έζησα μια υπέροχη ζωή! Ρουφώ τον αέρα με τις μύτες, αλλά οι οσμές που μου έρχονται δεν μου είναι αρκετές. Όσο μεγαλώνεις τόσο πιο άχρηστες γίνονται οι λέξεις που έμαθες, τόσο πιο περιορισμένη είναι η ανάγκη να μιλάς. Τόσο πιο άχρηστα τα επιχειρήματα, τόσο πιο θαμπές οι εικόνες. Τόσο πιο βαθιά τα αισθήματα και τόσο πιο εναγώνια η αναζήτηση: τελικά, από ποιο παραμύθι το έσκασα;




*Μόχα= ήρωας του ομώνυμου τραγουδιού του Παύλου Παυλίδη. Πρόκειται για το ψευδώνυμο ενός μυθιστορηματικού τύπου ασήμαντου μυθιστορήματος που πέθανε στις φυλακές μιας αφρικάνικης χούντας καταδικασμένος επειδή κάθε φορά που είχε κάτι σημαντικό στο μυαλό του έβγαινε στο δρόμο και το φώναζε.

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Το Πολυτεχνείο και οι εκτός κλίματος εξεγέρσεις

Αν υποθέσουμε ότι ισχύει ο αφορισμός του Καρούζου ότι η Ιστορία δεν σε περιμένει στη στάση του τρόλευ, τότε εύλογη είναι η απορία γιατί σήμερα στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων δεν κουνιέται φύλλο. Μετά τις 5 Μάη, ένα παρατεταμένο μούδιασμα έχει διαπεράσει εκείνο το τμήμα του κοινωνικού σώματος που εκδήλωσε, στιγμιαία, πολιτική συμπεριφορά πολίτη και όχι υπηκόου, που έκανε χρήση δηλαδή του δημοκρατικού δικαιώματος της πολιτικής ανυπακοής. Σήμερα που το μέλλον εμφανίζεται με βίαιο πρόσωπο και οργανώνεται ερήμην μας ένα νέο μοντέλο κοινωνίας, ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και κυρίως οι κατά συνήθεια αποκαλούμενοι πολίτες-καταναλωτές κοιταζόμαστε μεταξύ μας ανήμποροι να αρθρώσουμε το παραμικρό instead of. Πριν προλάβουμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, μας πρόλαβε και μας άλλαξε αυτός.

Η φετινή επέτειος του Πολυτεχνείου συναντιέται βασανιστικά με τη συγκυρία για να μας θυμίσει πώς η Ιστορία απογειώνεται όταν τα υποκείμενά της προσέρχονται στο ραντεβού μαζί της. Η εξεγερσιακή δυνατότητα παρουσιάζεται και πάλι ως προοπτική που μπορεί να γίνει κινητήριος μοχλός των πολιτικών εξελίξεων. Με δεδομένη την αίσθηση του αδιεξόδου και με ορατή την τάση να εμφανίζεται το μέλλον πιο άδηλο από ποτέ ως προς το πρόσημό του, η υπέρβαση της κρίσης αναζητά τη νέα μεθοδολογία που θα δώσει συντεταγμένες στην αμφισβήτηση.

Αυτή η ελληνική καταθλιπτική μανία με τις επετείους και τον πατροπαράδοτο εορτασμό μου προκαλεί αποφορά. Σήμερα που οι 18χρονοι απέχουν από το Πολυτεχνείο περισσότερο απ’ ό, τι η γενιά του Πολυτεχνείου από την Κατοχή και το ’40, το νόημα του εορτασμού του παραμένει μετέωρο και αναζητεί τις προσλαμβάνουσες που θα το διασαφήσουν και θα το επικαιροποιήσουν. Το νόημα του Πολυτεχνείου συμπυκνώνεται, κατ’ εμέ, στην προτροπή στους νέους να κυνηγάνε τους ανέμους και να μην πηγαίνουν μαζί τους. Το φαινόμενο που ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ονόμασε «αριστερή μελαγχολία», και μάλλον καθίσταται εν αφθονία στις μέρες μας, δεν πρέπει να το δούμε ως εμπόδιο στην όξυνση της αγωνιστικότητας αλλά ως δείκτη για την αξία και την ισχύ της λύπης ως παράγοντα που βοηθά να κοιτούμε με πιο καθαρό βλέμμα τα πράγματα. Είναι η μόνη ψυχική διάθεση από την οποία θα προκύψει ελπίδα και προοπτική ώστε οι εξεγέρσεις να μην γίνουν πάλι, εν γένει, εκτός του κλίματος. Όπως εκείνον τον ανολοκλήρωτο Δεκέμβρη του 2008.

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Δρόμοι παλιοί (16.1.2009)



Αλλάζοντας γνώμη τελευταία στιγμή, αποφάσισα να κατέβω στο κέντρο με τ' αυτοκίνητο και όχι με τον ηλεκτρικό. Που να ‘ξερα τι με περίμενε. Έφτασα στο «Κύτταρο» τρέμοντας. Ένα παράξενο πάγωμα κροτάλιασε το σώμα μου. Όπως και να το κάνεις, είχα δώδεκα χρόνια να περπατήσω τη γειτονιά που μεγάλωσα. Μιχαήλ Βόδα, Ιουλιανού, Ηπείρου, Λιοσίων, πλατεία Βικτωρίας. Οι ασήμαντοι αυτοί δρόμοι ήταν τα σύνορα του κόσμου μου, των επτά, των δέκα και των δώδεκα χρόνων. Παρκάρω μπροστά στην καθολική εκκλησία. Μιχαήλ Βόδα. Δρόμος σημαδεμένος απ' τα βιβλία του Νίκου Δήμου. Κοιτάζω στο απέναντι πεζοδρόμιο την πολυκατοικία με τον αριθμό 23. Το σπίτι μου. Διαβάζω τις σκέψεις μου σιωπηλός. Νοσταλγία. Διάθεση Ταρκόφσκι. Απέναντι ο παιδικός σταθμός. Τίποτα δεν έχει μείνει ίδιο.

Περπατώ και ψηλαφώ τα αισθήματά μου. Λίγο παραπάνω το 54ο Δημοτικό και απέναντι το 42ο Γυμνάσιο. Τα σχολεία μου. Αναρωτιέμαι πως χωράγαμε εδώ μέσα τόσα παιδιά. Η αυλή μου φαίνεται μικρή. Πλησιάζω το τζάμι. Μια καθαρίστρια σκουπίζει μια αίθουσα. Τα φώτα μέσα είναι αναμμένα. Ζωγραφιές παιδιών με παράξενα ονόματα, ασιάτικα, αφρικάνικα, βαλκάνια, γεμίζουν τους τοίχους. Θυμάμαι τη ζεστασιά που είχε η υπόγεια αίθουσα της Δ΄Δημοτικού. Θυμάμαι και τη ζεστασιά που είχαν τα μάτια και η φωνή του δασκάλου μας, του κυρίου Μιχάλη Χουλιάρα.

Περπατώ και αισθάνομαι να κρατώ στα χέρια μου χειροβομβίδες. Κοιτώ τις πλάκες στο πεζοδρόμιο της Μιχαήλ Βόδα, μετράω τα βήματα από το σχολείο μέχρι το σπίτι και δεν μου βγαίνουν όπως τότε. Περνώ στο απέναντι πεζοδρόμιο και θυμάμαι τότε που το πέρασμα απέναντι ήταν πράξη ενηλικίωσης. Τα πάντα έχουν αλλάξει. Τα Αγγλικά «Πάιτα» έχουν γίνει γραφεία. Ο ανάπηρος κύριος Γρηγόρης στο ψιλικατζίδικο δεν υπάρχει. Έχει μείνει το προποτζίδικο δίπλα στο φροντιστήριο και το χαρτοπωλείο «Κυψέλη». Φτάνοντας εκεί βρίσκω στο διάβα μου την πολυκατοικία που έμενε ο Καβούκης και η Σάρον. Θυμάμαι το πάρτυ του 1992 στο σπίτι της, τα μπλουζ, τα αμήχανα βλέμματα, τα χτυποκάρδια. Πλησιάζω στα κουδούνια μήπως δω τ' όνομά τους. Τίποτα.

Μπαίνω στο στενάκι που παίζαμε μπάλα. Ένα μπουρδέλο που του σπάσαμε κάμποσες φορές τη λάμπα με την παιδική μπαλίτσα μας, έχει γίνει πολυκατοικία. Η ταβέρνα του Λάμπρου κλειστή εδώ και χρόνια. Πουθενά παιδικές φωνές, κανένας δεν παίζει.

Φτάνω στην Αλκιβιάδου. Ο Τριαντάφυλλος και τα «Τρια Κυπαρίσσια» δεν είναι εκεί. Κατεβάινω στην Καθολική εκκλησία. Εκεί που έμαθα σκάκι. Το παρκάκι είναι γεμάτο σκουπίδια, σύριγγες και βρωμιά. Όλα μου φαίνονται στενά. Τότε ήταν όλα μεγάλα κι απέραντα. Δίπλα στην καθολική, η παράξενη μπυραρία-καφέ «Σοπέν». Παντού γύρω Πολωνοί και αφίσες στα πολωνικά. Πίνω δυο μπύρες σε κουτάκι και συνεχίζω το οδοιπορικό σακατεμένος. Το κρεοπωλείο δεν είναι εκεί, ο λαστιχάς δεν είναι εκεί, ο Λευτέρης δεν είναι εκεί, η κάβα της Μαρίας δεν είναι εκεί. Στα κουδούνια άγνωστα ονόματα. Ψάχνω να βρω σημάδια, να γίνει αναγνώριση, όπως στις αρχαίες τραγωδίες. Κανείς δεν με ξέρει και κανέναν δεν ξέρω.

Μ' αυτές τις αποσκευές στα μάτια και την ψυχή φτάνω επιτέλους στο «Κύτταρο». Ο Θάνος βγαίνει στη σκηνή με το ποτό στο χέρι. Τον κοιτώ και είναι σαν το μέσα μου. Με τις πρώτες νότες γαληνεύω. Το Jameson ερεθίζει τον ουρανίσκο. Σήμερα κλείνουν 40 μέρες από τη δολοφονία του  Αλέξη Γρηγορόπουλου. Η κατάσταση στη συναυλία γίνεται εκρκτική. Διαδήλωση συναισθημάτων. Ο Γιώργος δίπλα μου αποσβολωμένος. Ο Θάνος φωνάζει. "Χρειαζόμαστε το νερό. Το νερό που είμαστε. Νερό κι αστρόσκονη είμαστε". Αφιερώνει τον "Τελευταίο σταθμό" στον χαμένο αδερφό του. Ζητά λευτεριά σ' όσους είναι στα κελιά. Κι ύστερα "Είναι μια χώρα που με διώχνει μακριά...είμαι ένα σκιάχτρο που άρπαξε φωτιά". Κρατάμε τους στίχους στα χείλη μας σφαλισμένους, πίνουμε, πίνουμε μέχρι το φουκαριάρικο συκώτι μας και γυρίζουμε πίσω, με μια ρυτίδα περισσότερη στο βλέμμα...