Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Attenberg

Φτερά που κάτι τα εγκλωβίζει και δεν πετάνε. Οι ζωές μας...
Πήγα δυο φορές μέσα σε δέκα μέρες στον «Απόλλωνα» της Σταδίου να δω το ATTENBERG της Αθηνάς Τσαγγάρη, γιατί κάτι μου ψιθύρισε η ταινία την πρώτη φορά, κάτι του τύπου εδώ έχουμε θέμα και μάλιστα που μας αφορά. Έχει μια ομορφιά παράξενη το ATTENBERG  ως μεταιχμιακή ταινία μεταιχμιακής εποχής. Η χωροταξία της περιλαμβάνει παντού χώρους αναμονής, μεταβατικούς, μεταιχμιακούς. Μεταξύ νοσοκομείου και ξενοδοχείου εκτυλίσσονται τα πάντα. Χώροι τόσο μεταβατικοί όσο και η εποχή μας. Μια παρατεταμένη αμηχανία, μια εξουθενωτική αναμονή, ένα μοτίβο βασανιστικό φοντάρει την ιστορία του έργου που έχει ως εξής:


Η αρχική σκηνή της ταινίας. Μαρίνα: "Δεν μ' αρέσει. Είναι σαν να έχω ένα γυμνοσάλιαγκα στο στόμα μου!"

Στον υβριδικό βιομηχανικό οικισμό Ασπρα Σπίτια Βοιωτίας μεγαλώνει ένα παράξενο πλάσμα 23 χρόνων, η Μαρίνα, με τον μοναδικό γονιό της, τον πατέρα της, αρχιτέκτονα και ετοιμοθάνατο. Η Μαρίνα, ερωτικά απροσδιόριστη, μάλλον αγοροκόριτσο, δεν έχει ερωτικές σχέσεις, έχει όμως μια φίλη που τη μυεί στα φιλιά και την ερωτική συμπεριφορά, πάσχει από μισανθρωπία, μπαμπόθρεφτη καθώς είναι και ακοινωνικοποίητη. Ο πατέρας της, καθώς κυλάει ο χρόνος της αφήγησης, πεθαίνει ζητώντας να αποτεφρωθεί και να ρίξουν τη στάχτη του στη θάλασσα. Παράλληλα, στη ζωή της Μαρίνας εμφανίζεται και ο πρώτος άντρας, ένας νεαρός μηχανικός που επισκέπτεται το εργοστάσιο της περιοχής. Η σχέση περνάει από την κωμική αμηχανία σε πιο ολοκληρωμένα στάδια παράλληλα με τη διαδικασία θανάτου του πατέρα.

Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης θα έλεγε κανείς πως πρόκειται για μια ταινία-ελεγεία της αρχέγονης σχέσης κόρης-πατέρα. Έχω όμως την αίσθηση ότι η ταινία μιλάει κυρίως για την ενηλικίωση. Το είδα ξεκάθαρα και στην ταινία της Τσαγγάρη ότι πάντα η ενηλικίωση συνεπάγεται έναν θάνατο και ότι πάντα είναι μια δραματικά επώδυνη διαδικασία σε όποια ηλικία κι αν σε βρει.  Το συγκλονιστικό «σκάσε» στο διάδρομο του νοσοκομείου με τον πατέρα στο καροτσάκι είναι η απαραίτητη ιεροσυλία, μια πράξη αυθυπέρβασης και οριακής σύγκρουσης με ό, τι αγαπάς και θαυμάζεις, που απαιτείται όταν επιθυμείς να περπατήσεις ατομικές διαδρομές.

Η Τέχνη φαίνεται ότι δεν μπορεί να ξεφύγει εύκολα από το αιώνιο δίπολο Έρως-Θάνατος, δηλαδή στην ουσία το ζωντανό και το νεκρό σώμα, τις δυο συγκλονιστικότερες ολοκληρώσεις του ανθρώπινου περάσματος. Στο ένα κρεβάτι του πόνου στενάζει υπόκωφα ο πατέρας, στο άλλο της ηδονής στενάζει η κόρη. Οσο πιο κοντά στο θάνατο πλησιάζει ο πατέρας, τόσο πιο κοντά στην ενηλικίωση πλησιάζει η κόρη. Πολύ ξεχωριστή είναι η σκηνή που ο νεαρός επίδοξος εραστής ντύνει σαν πατέρας την άτσαλη ερωμένη που συμπεριφέρεται μηχανικά και περίπου του ζητάει να συνουσιαστούν βγάζοντας ψυχρά τα ρούχα της,

Το βλέμμα της ηθοποιού Αριέν Λαμπέντ κρύβει αναμονή έκρηξης. Τα μάτια της είναι δυο πυριτιδαποθήκες εκρηκτικές για τον εμπειρικό κόσμο με το υποδόριο γατίσιο ένστικτό της. Τα ανεπίλυτο οιδιπόδειο που την ταλανίζει εν αγνοία της δίνει στην ταινία ψήγματα ειλικρινούς φροϊδισμού. Ο ζωώδης πρωτογονισμός της, προϊόν της παρακολούθησης των ντοκιμαντέρ με ζώα του σερ Ντέιβιντ Ατένμπορο (παράφραση του ονόματος του οποίου είναι ο τίτλος της ταινίας), εκφράζεται σωματικά και λεκτικά με μιμήσεις κινήσεων ζώων και αναπαραγωγές ήχων και προσφέρει στο θεατή έναν ενστικτώδικο και αθώο κινηματογραφικό ήρωα, εξόχως γοητευτικό.

Για τον ηθοποιό Βαγγέλη Μουρίκη τι να πεις… Ο μινιμαλισμός ως υψηλή τέχνη. Όπως πάντα.

Το πιο συγκλονιστικό όμως στην ταινία είναι η μπρεχτική  Verfremdung (αποστασιοποίηση) στη διαχείριση του συναισθήματος από τους ήρωες. Κάτι που το ξέρει καλά η γενιά μας. Η έξαρση του συναισθήματος που συνεπήρε τις γενιές τις μεταπολίτευσης έχει ακυρωθεί στις γενιές, ας πούμε χοντρικά, απ’ το 1976 και κάτω. Το συναίσθημα ως ξεχείλισμα επιθυμιών δέσποσε στις πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις των πριν από εμάς γενεών. Η δική μας πολύ γρήγορα απομυθοποίησε ό, τι μπορούσε να κινητοποιήσει το συναίσθημα και έπλασε μια νέα φάση αποστασιοποιημένη και παγωμένη. Για όποιον καταλαβαίνει βέβαια, παγωμένο συναίσθημα δεν σημαίνει ελλείπον συναίσθημα. Σημαίνει έξυπνα διαχειρισμένη, με μέτρο και μινιμάλ αισθητική αντίληψη, συναισθηματικότητα. Οι διάλογοι της ταινίας έχουν μια φυσικότητα, ένα αναγνωρίσιμο cool που σιγοβράζει. Κανείς δεν σοκάρεται από τα λεγόμενα, κανείς δεν έχει διάθεση σύγκρουσης. Αυτή η συναισθηματική ουδετερότητα είναι το αισθητικό στοιχείο εκείνο που μου πρόσφερε τη χαρά της ταύτισης.


Και αυτό γιατί ο δικός μου, και όχι μόνο φαντάζομαι, αγώνας προς την ενηλικίωση υπήρξε ο αγώνας ενάντια στον εγγενή (πολύ φοβάμαι…) μελοδραματισμό μου. Για αυτό και η σκηνή που άφησε αμέσως μια γραμμή μέσα μου είναι αυτή που η Μαρίνα τυλίγει το κεφάλι της σαν αγκαλιά στο απλωμένο με μανταλάκια πουλόβερ του νεκρού πατέρα της. Αυτό το πάγωμα, αυτόν τον θερμοστάτη προσπαθώ να ρυθμίσω στη ζωή και στα κείμενά μου, με άνισα κάθε φορά αποτελέσματα.

Καταφέρνει με την ταινία της η Λαμπέντ να θίξει, έστω και ακροθιγώς ή υπαινικτικά, πολλά και ενδιαφέροντα θέματα, πέραν του εκρηκτικού διπόλου Έρως-Θάνατος: μονογονεϊκή οικογένεια, οικογένεια γενικότερα, σχέση των δυο φύλων, το αίσθημα του εγκλεισμού και του αποκλεισμού, Φύση και Πολιτισμός, οικολογία, γυναίκα, ομοφυλοφιλία, ενηλικίωση, το σώμα και η επιθυμία, η αρρώστια, η καύση νεκρών, η κοινωνικοποίηση, το σεξ, η γλώσσα, η Ελλάδα, η θρησκοληψία, ο ξένος, ο φόβος και η υπερνίκησή του, η μισανθρωπία και βέβαια το αδυσώπητο χάσμα γενεών. Και όλα αυτά υπό τους ήχους των Suicide και του Alan Vega. Βγάζουν μάτι οι ομοιότητες με τον Κυνόδοντα αλλά δεν πειράζει. Νομίζω ότι όσοι ασχολούνται με τις γυναικείες σπουδές, είτε επιστημονικά είτε πρακτικά, έχουν πολύ υλικό να αντλήσουν.

Μου φάνηκε ότι η ταινία της Τσαγγάρη κατέχει κινηματογραφικά αυτό που μας λείπει κοινωνικά. Προσφέρει δηλαδή μια νέα ρητορική του βλέμματος: το σωματοποιημένο βλέμμα.