Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Όχι, λάθος είχα κάνει

Πριν κάποια χρόνια, όχι δίχως αυθάδεια, είχα γράψει σε κάποιο νοτισμένο κείμενο: «Τη μόνη εξουσία που αποδεχόμαστε, τη μόνη τυραννία που αντιμετωπίζουμε αδιαμαρτύρητα, εμείς που διψάμε για ουρανούς ελευθερίας, είναι ο χρόνος». Όχι, λάθος είχα κάνει. Τώρα πια ξέρω. Δεν είναι ο χρόνος ο τύραννος. Το παρόν είναι. Το παρελθόν και το μέλλον έχουν λυτρωτικές και απελευθερωτικές διαστάσεις. Ενώ το παρόν φέρει τη στασιμότητα, το ψύχος, την αγωνία, την αβεβαιότητα. Αυτή τη γλυκιά βία, που με στωικότητα αποδεχόμαστε ήσυχοι όταν η σκέψη δομείται και δονείται από ανελέητη παροντικότητα

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Πορτρέτο ενός μοναχικού αναρχικού, εξόριστου από πάντα

Χθες βράδυ, ανοίγοντας την τηλεόραση για ειδήσεις, έπεσα τυχαία πάνω σ’ ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τον αγαπημένο μου Έλληνα σκηνοθέτη. Τον Νίκο Παπατάκη.

Μου έχει συμβεί τρεις φορές να ερωτευτώ κάτι γεροντικό. Τις δυο προηγούμενες φορές ήταν δια ζώσης, όταν κατά τη διάρκεια κάποιων συνεντεύξεων για το Έψιλον, αισθάνθηκα να ερωτεύομαι τα υγρά τρεμουλιαστά γκριζοπράσινα μάτια της Έλλης Παππά και την κελαρυστή φωνή της Εύας Κοταμανίδου. Ήμουν και στον χώρο τους, αισθάνθηκα να παραδίνομαι και για πρώτη φορά συνειδητοποίησα τόσο έντονα ότι ενδέχεται ο χρόνος να μην κατορθώσει να λεηλατήσει όλα τα τιμαλφή σου. Πίσω από ραγάδες, ρυτίδες και λαβωματιές μπορεί να υπάρξει και κάτι αναλλοίωτο, το πολύτιμο εκείνο μέταλλο που συνδέεται με το «είναι» σου. Χθες σκέφτηκα πάλι κάτι για το οποίο δεν χρειάζεται να σιγουρευτώ. Μονάχα σε δυο πράγματα μπορώ να παραδοθώ αφοπλισμένος. Στο βλέμμα και τη φωνή.

Χθες από τηλοψίας ερωτεύτηκα το σταθερό και σίγουρο βλέμμα του Παπατάκη και ένιωσα περήφανος που μ’ αρέσουν υπερβολικά οι ταινίες ενός ανθρώπου με τέτοια μάτια και ματιά. Τον έβλεπα για πρώτη φορά να μιλά και να κινείται και θαύμασα την αρρενωπή εφηβεία των 90 χρόνων του και το γερό του κόκκαλο. Σκέφτηκα μελαγχολικά πόσα ταξίδια, πόσοι άνθρωποι, πόσες εικόνες, πόσες ήττες, πόσες διαψεύσεις χρειάζονται για να σμιλευτεί αυτό το κοίταγμα. Σαν τον τοίχο στο Booze Cooperativa που με τον καιρό εξελίσσεται σε έργο τέχνης του αόρατου δημιουργού κυρίου Χρόνου.

Ήξερα καλά τις ταινίες του, οι Βοσκοί της συμφοράς (Patres du desordre) παραμένουν από τα πιο όμορφα πράγματα που έχει κάνει ποτέ Έλληνας σκηνοθέτης, αλλά χθες γνώρισα και τη ζωή του. Δεν έχω διαβάσει την αυτοβιογραφία του, «Όλοι οι δρόμοι προς την απόγνωση», αλλά μάλλον θα είναι η επόμενη αγορά βιβλίου που θα κάνω.

Έλληνας της διασποράς, γεννήθηκε πριν 90 χρόνια στην Αιθιοπία από πατέρα Έλληνα και μητέρα Αβησσυνή. Στα 14 έφυγε από το σχολείο και βρήκε καταφύγιο σε μια πόρνη. Όταν τον βρήκαν οι γονείς του, ο πατέρας του τον αλυσόδεσε 15 μέρες και ύστερα τον έστειλε εξορία στη Βηρυττό. Την περίοδο της νιότης του οι Ιταλοί αποικιοκράτες τον απέλασαν από την Αιθιοπία. Ήρθε το 1936 στη θλιβερή μεσοπολεμική Αθήνα του Μεταξά και δούλεψε δυο χρόνια σε ξενοδοχείο. Στο Παρίσι πέρασε τα χρόνια της Κατοχής και εκεί ζει μέχρι σήμερα. Μετά τον πόλεμο έγινε ιδιοκτήτης του περίφημου καμπαρέ «La Rose Rouge» στο οποίο εμφανίστηκαν ο Μαρσώ, ο Φερρέ, η Γκρεκό, ο Κενώ, ο Πρεβέρ, ο Κοκτώ. Αδερφικός φίλος του Ζαν Ζενέ, του Σαρτρ, της Μποβουάρ και όλης της αβανγκαρντίας του Saint Germain του ’50, αναγκάστηκε να φύγει από τη Γαλλία όταν στον πόλεμο της Αλγερίας βοηθούσε την «τρομοκρατική» F.N.L. Βρέθηκε στη Νέα Υόρκη, γνώρισε τον Κασσαβέτης, τον ερωτεύτηκε παράφορα η Γερμανίδα τραγουδίστρια Niko που συνεργαζόταν με τους Velvet Underground και όταν πια γύρισε στην Ελλάδα το 1966 γύρισε τους «Βοσκούς» μια μοναχική ταινία στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, τον μακρινό και ξεχασμένο πρόγονο του «Κυνόδοντα» (ο «Κυνόδοντας» μου θύμισε τους «Βοσκούς», τους είδα πάλι πρόσφατα και το τσίμπημα που ένιωσα ήταν ίδιο όπως την πρώτη φορά, πράγμα σπάνιο με τα έργα τέχνης και όχι μόνο).

Στο ντοκιμαντέρ που πρόβαλε η ΕΡΤ, στην εξαίσια νυχτερινή ζώνη του Doc on air, και το οποίο επιμελήθηκαν ο Τίμων Κουλμάσης και η Ηρώ Σιαφλιάκη, ο γοητευτικός αυτός κύριος δίνει θαυμάσια απρόσμενες απαντήσεις. Μιλώντας για την αισθητική του κινηματογράφου που υποστηρίζει, παρουσιάζει τις ταινίες του ως όπλα ανατροπής και εξέγερσης. Αυτό που τον απασχολούσε πάντα ήταν η αναζήτηση της προσωπικής έκφρασης που να μη μοιάζει με άλλη και να μην εμπνέεται από άλλη. «Βάζω μια κραυγή εξέγερσης με τις ταινίες μου», θα πει κάπου. Κι όμως αυτή η κραυγή δεν είναι η προφανής, δεν υπάρχει ρεαλισμός στις ταινίες του, ούτε αριστερά επαναστατικά ταμπούρλα. Υπάρχει η αισθητική που σπάει σε κομμάτια την αφήγηση, η αισθητική της αλληγορίας, της ελλειπτικότητας πολύ μακριά από τις βαρετές αφηγήσεις του ρεαλισμού. Καμία σχέση με Ελλάδα δηλαδή.

Σταχυολογώ ωραία κομμάτια της συνέντευξης: «Είμαι εξόριστος από πάντα. Δεν μπορώ να ανήκω πουθενά. Έχω μια καχυποψία με τις ιδεολογίες. Κύριο θέμα στις ταινίες μου είναι η ταπείνωση και η εξέγερση. Όμως η εξέγερση στις ταινίες μου πρέπει να αποτύχει. Αλλιώς δεν θα είχε νόημα να κάνω ταινία. Ίσως η απόγνωση είναι πιο αναγκαία από την ελπίδα!

Τι είναι εξορία για σας; Να είμαι ξεκομμένος απ’ όλα. Είμαι εξόριστος από πάντα. Ο αγώνας μου ήταν πάντα μοναχικός»


Κάπως έτσι ξελασπώσαμε  από ένα αδιάφορο βράδυ Δευτέρας.

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

20.11.1981




Φυσούσε ένας μανιασμένος αέρας. Τα φθινοπωριάτικα ξερά φύλλα σηκώνονταν από τις άκρες του δρόμου λες και κάποιος δαίμονας ξύπνησε κάτω από την άσφαλτο. Στον 5ο όροφο του μαιευτηρίου «Λητώ» εκείνη δεν είχε ξυπνήσει ακόμη από τη νάρκωση. Μόλις είχε φέρει στον κόσμο ένα στρουμπουλό και ροδαλό αγοράκι 4 κιλών που αφού έκλαψε εθιμοτυπικά και αφού σκεπάστηκε στην αγκαλιά των άσπρων σεντονιών που έφερε η χαμογελαστή μαία, έκλεισε το στόμα του και περίμενε υπομονετικά να μεγαλώσει. Κανένας δεν πρόσεξε τότε αυτή την υπομονή του βρέφους.

Εκείνη ήταν ακόμη 19 ετών. Μέσα σ’ ένα χρόνο είχαν συμβεί τόσες αλλαγές στη ζωή της που δεν είχε προλάβει να καταλάβει τη μεταμόρφωσή της. Εκείνος δούλευε την προηγούμενη νύχτα, πάντα σερβιτόρος, και έφυγε βιαστικά από τη δουλειά του. Σε λίγο θα γινόταν πατέρας. Ένα λαϊκό ζευγάρι του 80 ήταν οι δυο τους. Κανείς τους δεν κατάλαβε τι δημιούργησαν, τι έφεραν στον κόσμο. Ούτε τον κόσμο στον οποίο το έφεραν είχαν καταλάβει. Γι’ αυτό και ζήσαν εν αγνοία ευτυχισμένοι.

Το αγοράκι «συνελήφθη» κάποια από τις νύχτες του μεγάλου σεισμού της Αθήνας, τον Φλεβάρη του ίδιου χρόνου. Οι γονείς του ήταν ανύπαντροι ακόμη και όταν έγινε ο γάμος, Δευτέρα του Πάσχα στο χωριό, η κοιλιά εκείνης είχε αρχίσει να φουσκώνει. Λίγες μέρες πριν τη γέννα, εκείνος έτρεχε στους δρόμους για την «Αλλαγή». Το ΠΑΣΟΚ ερχόταν ορμητικά στην εξουσία και τίποτα δεν μπορούσε να προβλέψει την οικτρή διάψευση τριάντα χρόνια μετά.

Το βρέφος πάντως έδειξε αμέσως τις διαθέσεις του. Χαμογελούσε προς πάσα κατεύθυνση, προτού αρχίσει να καταλαβαίνει τον κόσμο. Και παράλληλα άφηνε τα σάλια του σε όποιον το πλησίαζε. Κάποια χρόνια αργότερα περπατώντας στα κλειστά μαγαζιά της ρημαγμένης από την ύφεση πόλης του, θυμήθηκε το βλέμμα της μάνας του μπροστά στις βιτρίνες της οδού Λαρίσης, τότε που λαχταρούσε να το ντύσει με τα πιο αφράτα ρούχα αλλά το πορτοφόλι ήταν άδειο.

Ιτέας 5, Αμπελόκηποι. Το πρώτο του καταφύγιο. Μια φωλιά της αγάπης, ένας ιδιωτικός ουρανός. 29 χρόνια μετά, το αγοράκι, άντρας πια, της παντρειάς που λέει ο λόγος, θα έλεγε στους φίλους του καμαρώνοντας, ένα μεθυσμένο βράδυ, ότι ο ίδιος υπήρξε προϊόν έρωτα και πάθους και όχι μηχανικού σεξ και τυχαίου λάθους. Πάντα έτσι προσπαθούσε να εξηγήσει όσα συνέβαιναν στη ζωή του. Πίστευε στην αριστοτελική «εντελέχεια» και έβλεπε έναν τελεολογικό σκοπό γύρω από κάθε εκδήλωση της ζωής του. Του άρεσε να κρατάει τις λεπτομέρειες από τη σημειολογία των πραγμάτων. Και εκείνο το βράδυ που έκλεινε τα 29 του χρόνια ήθελε να βγει στους δρόμους και να φωνάξει σαν τον Μόχα του τραγουδιού: πείτε σε όλους ότι εγώ, εκείνο το βρέφος, ως τα σήμερα έζησα μια υπέροχη ζωή! Ρουφώ τον αέρα με τις μύτες, αλλά οι οσμές που μου έρχονται δεν μου είναι αρκετές. Όσο μεγαλώνεις τόσο πιο άχρηστες γίνονται οι λέξεις που έμαθες, τόσο πιο περιορισμένη είναι η ανάγκη να μιλάς. Τόσο πιο άχρηστα τα επιχειρήματα, τόσο πιο θαμπές οι εικόνες. Τόσο πιο βαθιά τα αισθήματα και τόσο πιο εναγώνια η αναζήτηση: τελικά, από ποιο παραμύθι το έσκασα;




*Μόχα= ήρωας του ομώνυμου τραγουδιού του Παύλου Παυλίδη. Πρόκειται για το ψευδώνυμο ενός μυθιστορηματικού τύπου ασήμαντου μυθιστορήματος που πέθανε στις φυλακές μιας αφρικάνικης χούντας καταδικασμένος επειδή κάθε φορά που είχε κάτι σημαντικό στο μυαλό του έβγαινε στο δρόμο και το φώναζε.

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Το Πολυτεχνείο και οι εκτός κλίματος εξεγέρσεις

Αν υποθέσουμε ότι ισχύει ο αφορισμός του Καρούζου ότι η Ιστορία δεν σε περιμένει στη στάση του τρόλευ, τότε εύλογη είναι η απορία γιατί σήμερα στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων δεν κουνιέται φύλλο. Μετά τις 5 Μάη, ένα παρατεταμένο μούδιασμα έχει διαπεράσει εκείνο το τμήμα του κοινωνικού σώματος που εκδήλωσε, στιγμιαία, πολιτική συμπεριφορά πολίτη και όχι υπηκόου, που έκανε χρήση δηλαδή του δημοκρατικού δικαιώματος της πολιτικής ανυπακοής. Σήμερα που το μέλλον εμφανίζεται με βίαιο πρόσωπο και οργανώνεται ερήμην μας ένα νέο μοντέλο κοινωνίας, ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και κυρίως οι κατά συνήθεια αποκαλούμενοι πολίτες-καταναλωτές κοιταζόμαστε μεταξύ μας ανήμποροι να αρθρώσουμε το παραμικρό instead of. Πριν προλάβουμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, μας πρόλαβε και μας άλλαξε αυτός.

Η φετινή επέτειος του Πολυτεχνείου συναντιέται βασανιστικά με τη συγκυρία για να μας θυμίσει πώς η Ιστορία απογειώνεται όταν τα υποκείμενά της προσέρχονται στο ραντεβού μαζί της. Η εξεγερσιακή δυνατότητα παρουσιάζεται και πάλι ως προοπτική που μπορεί να γίνει κινητήριος μοχλός των πολιτικών εξελίξεων. Με δεδομένη την αίσθηση του αδιεξόδου και με ορατή την τάση να εμφανίζεται το μέλλον πιο άδηλο από ποτέ ως προς το πρόσημό του, η υπέρβαση της κρίσης αναζητά τη νέα μεθοδολογία που θα δώσει συντεταγμένες στην αμφισβήτηση.

Αυτή η ελληνική καταθλιπτική μανία με τις επετείους και τον πατροπαράδοτο εορτασμό μου προκαλεί αποφορά. Σήμερα που οι 18χρονοι απέχουν από το Πολυτεχνείο περισσότερο απ’ ό, τι η γενιά του Πολυτεχνείου από την Κατοχή και το ’40, το νόημα του εορτασμού του παραμένει μετέωρο και αναζητεί τις προσλαμβάνουσες που θα το διασαφήσουν και θα το επικαιροποιήσουν. Το νόημα του Πολυτεχνείου συμπυκνώνεται, κατ’ εμέ, στην προτροπή στους νέους να κυνηγάνε τους ανέμους και να μην πηγαίνουν μαζί τους. Το φαινόμενο που ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ονόμασε «αριστερή μελαγχολία», και μάλλον καθίσταται εν αφθονία στις μέρες μας, δεν πρέπει να το δούμε ως εμπόδιο στην όξυνση της αγωνιστικότητας αλλά ως δείκτη για την αξία και την ισχύ της λύπης ως παράγοντα που βοηθά να κοιτούμε με πιο καθαρό βλέμμα τα πράγματα. Είναι η μόνη ψυχική διάθεση από την οποία θα προκύψει ελπίδα και προοπτική ώστε οι εξεγέρσεις να μην γίνουν πάλι, εν γένει, εκτός του κλίματος. Όπως εκείνον τον ανολοκλήρωτο Δεκέμβρη του 2008.

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Δρόμοι παλιοί (16.1.2009)



Αλλάζοντας γνώμη τελευταία στιγμή, αποφάσισα να κατέβω στο κέντρο με τ' αυτοκίνητο και όχι με τον ηλεκτρικό. Που να ‘ξερα τι με περίμενε. Έφτασα στο «Κύτταρο» τρέμοντας. Ένα παράξενο πάγωμα κροτάλιασε το σώμα μου. Όπως και να το κάνεις, είχα δώδεκα χρόνια να περπατήσω τη γειτονιά που μεγάλωσα. Μιχαήλ Βόδα, Ιουλιανού, Ηπείρου, Λιοσίων, πλατεία Βικτωρίας. Οι ασήμαντοι αυτοί δρόμοι ήταν τα σύνορα του κόσμου μου, των επτά, των δέκα και των δώδεκα χρόνων. Παρκάρω μπροστά στην καθολική εκκλησία. Μιχαήλ Βόδα. Δρόμος σημαδεμένος απ' τα βιβλία του Νίκου Δήμου. Κοιτάζω στο απέναντι πεζοδρόμιο την πολυκατοικία με τον αριθμό 23. Το σπίτι μου. Διαβάζω τις σκέψεις μου σιωπηλός. Νοσταλγία. Διάθεση Ταρκόφσκι. Απέναντι ο παιδικός σταθμός. Τίποτα δεν έχει μείνει ίδιο.

Περπατώ και ψηλαφώ τα αισθήματά μου. Λίγο παραπάνω το 54ο Δημοτικό και απέναντι το 42ο Γυμνάσιο. Τα σχολεία μου. Αναρωτιέμαι πως χωράγαμε εδώ μέσα τόσα παιδιά. Η αυλή μου φαίνεται μικρή. Πλησιάζω το τζάμι. Μια καθαρίστρια σκουπίζει μια αίθουσα. Τα φώτα μέσα είναι αναμμένα. Ζωγραφιές παιδιών με παράξενα ονόματα, ασιάτικα, αφρικάνικα, βαλκάνια, γεμίζουν τους τοίχους. Θυμάμαι τη ζεστασιά που είχε η υπόγεια αίθουσα της Δ΄Δημοτικού. Θυμάμαι και τη ζεστασιά που είχαν τα μάτια και η φωνή του δασκάλου μας, του κυρίου Μιχάλη Χουλιάρα.

Περπατώ και αισθάνομαι να κρατώ στα χέρια μου χειροβομβίδες. Κοιτώ τις πλάκες στο πεζοδρόμιο της Μιχαήλ Βόδα, μετράω τα βήματα από το σχολείο μέχρι το σπίτι και δεν μου βγαίνουν όπως τότε. Περνώ στο απέναντι πεζοδρόμιο και θυμάμαι τότε που το πέρασμα απέναντι ήταν πράξη ενηλικίωσης. Τα πάντα έχουν αλλάξει. Τα Αγγλικά «Πάιτα» έχουν γίνει γραφεία. Ο ανάπηρος κύριος Γρηγόρης στο ψιλικατζίδικο δεν υπάρχει. Έχει μείνει το προποτζίδικο δίπλα στο φροντιστήριο και το χαρτοπωλείο «Κυψέλη». Φτάνοντας εκεί βρίσκω στο διάβα μου την πολυκατοικία που έμενε ο Καβούκης και η Σάρον. Θυμάμαι το πάρτυ του 1992 στο σπίτι της, τα μπλουζ, τα αμήχανα βλέμματα, τα χτυποκάρδια. Πλησιάζω στα κουδούνια μήπως δω τ' όνομά τους. Τίποτα.

Μπαίνω στο στενάκι που παίζαμε μπάλα. Ένα μπουρδέλο που του σπάσαμε κάμποσες φορές τη λάμπα με την παιδική μπαλίτσα μας, έχει γίνει πολυκατοικία. Η ταβέρνα του Λάμπρου κλειστή εδώ και χρόνια. Πουθενά παιδικές φωνές, κανένας δεν παίζει.

Φτάνω στην Αλκιβιάδου. Ο Τριαντάφυλλος και τα «Τρια Κυπαρίσσια» δεν είναι εκεί. Κατεβάινω στην Καθολική εκκλησία. Εκεί που έμαθα σκάκι. Το παρκάκι είναι γεμάτο σκουπίδια, σύριγγες και βρωμιά. Όλα μου φαίνονται στενά. Τότε ήταν όλα μεγάλα κι απέραντα. Δίπλα στην καθολική, η παράξενη μπυραρία-καφέ «Σοπέν». Παντού γύρω Πολωνοί και αφίσες στα πολωνικά. Πίνω δυο μπύρες σε κουτάκι και συνεχίζω το οδοιπορικό σακατεμένος. Το κρεοπωλείο δεν είναι εκεί, ο λαστιχάς δεν είναι εκεί, ο Λευτέρης δεν είναι εκεί, η κάβα της Μαρίας δεν είναι εκεί. Στα κουδούνια άγνωστα ονόματα. Ψάχνω να βρω σημάδια, να γίνει αναγνώριση, όπως στις αρχαίες τραγωδίες. Κανείς δεν με ξέρει και κανέναν δεν ξέρω.

Μ' αυτές τις αποσκευές στα μάτια και την ψυχή φτάνω επιτέλους στο «Κύτταρο». Ο Θάνος βγαίνει στη σκηνή με το ποτό στο χέρι. Τον κοιτώ και είναι σαν το μέσα μου. Με τις πρώτες νότες γαληνεύω. Το Jameson ερεθίζει τον ουρανίσκο. Σήμερα κλείνουν 40 μέρες από τη δολοφονία του  Αλέξη Γρηγορόπουλου. Η κατάσταση στη συναυλία γίνεται εκρκτική. Διαδήλωση συναισθημάτων. Ο Γιώργος δίπλα μου αποσβολωμένος. Ο Θάνος φωνάζει. "Χρειαζόμαστε το νερό. Το νερό που είμαστε. Νερό κι αστρόσκονη είμαστε". Αφιερώνει τον "Τελευταίο σταθμό" στον χαμένο αδερφό του. Ζητά λευτεριά σ' όσους είναι στα κελιά. Κι ύστερα "Είναι μια χώρα που με διώχνει μακριά...είμαι ένα σκιάχτρο που άρπαξε φωτιά". Κρατάμε τους στίχους στα χείλη μας σφαλισμένους, πίνουμε, πίνουμε μέχρι το φουκαριάρικο συκώτι μας και γυρίζουμε πίσω, με μια ρυτίδα περισσότερη στο βλέμμα...

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Οι εκλογές και το πρόσωπο του τέρατος

Οι εκλογές και το πρόσωπο του τέρατος


Εγώ και οι φίλοι μου δεν προσδοκούσαμε κάτι από αυτές τις εκλογές. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Το έχουμε πιστέψει πια ότι μέχρι να αρχίσει να στερεοποιείται αυτή η δαιμονισμένη ρευστότητα των καιρών πάντα έτσι θα συμβαίνει. Οι εκλογές ήρθαν πάλι για να συμβολίσουν την παρακμή, να την απεικονίσουν με χίλια χρώματα. Αυτά τα λεφούσια από υποψηφίους και ψηφοφόρους ευεπίφορους να ψηφίσουν τον ξάδερφο, τον κουμπάρο, τον φούρναρη και τον φαναρτζή της γειτονιάς, σ' αυτούς τους ρευστούς καιρούς του «anything goes» που μας έλαχε να ενηλικιωθούμε, αυτή η κατάντια είναι η παρακμή της μαζικής δημοκρατίας. Οι εκλογές δεν αφορούν κανέναν πια παρά μόνο τους υποψηφίους. Κι αν δεν ξεχειλώνονταν τα ψηφοδέλτια με ονόματα επί ονομάτων, η αποχή θα ήταν πολύ μεγαλύτερη. Δεν υπάρχει σοφή ψήφος στις εκλογές. Δεν υπάρχει σοφός λαός. Μπροστά στην κάλπη υπάρχει μονάχα  φοβισμένος σύγχρονος άνθρωπος. Ο αμόρφωτος, ο απαίδευτος, που δεν έχει θητεύσει σε κείμενα και διαλόγους, σε φιλίες και έρωτες και στην κάλπη αισθάνεται ότι βρίσκεται μπροστά στον καθρέφτη του. Το χειρότερο είναι ότι οι πολίτες της κουρασμένης δημοκρατίας μας μου φαίνονται έτοιμοι σήμερα να δεχτούν ακόμα και την κατάργηση των εκλογών και τον διορισμό αντιπροσώπων με ένα προεδρικό διάταγμα και όποιον άλλο ολοκληρωτισμό μπορεί να φανταστεί κανείς.

Ωστόσο οι φίλοι μου κι εγώ πήγαμε να ψηφίσουμε. Επηρεασμένοι από μια προ-μετανεωτερική, ντεμοντέ ιδέα ότι αν δεν πας να ψηφίσεις ενισχύεις το τέρας. Και πήγαμε χωρίς πίστη και χαρά, με τη λογική του «μη χείρον βέλτιστον». Εμείς οι Αθηναίοι είχαμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε 7 «αριστερά», κατά την αυτοπαρουσίαση τους, ψηφοδέλτια. Είχαμε να επιλέξουμε ανάμεσα στο σταλινισμό και την καταστροφή του ορθού λόγου (Παφίλης), στη σχιζοφρενική κατάθλιψη (Αλαβάνος), την μαγκιόρικη ποδοσφαιρική Αριστερά (Ψαριανός), την τηλεοπτική και ακαλαίσθητη Αριστερά (Μητρόπουλος), τη light οικολογία των θολών νερών (Διάκος), τη φαντασιωνόμενη επαναστάσεις και γραφική εξωκοινοβουλευτική Αριστερά (Χάγιος) και την κεντροαριστερά του ουίσκι και της αφέλειας (Δημαράς). Κάποιοι από μας διαλέξαμε με κρύα καρδιά να αφήσουμε τα πρόσωπα στην άκρη (γιατί αν δίναμε σημασία απλώς δεν θα ψηφίζαμε κανέναν) και να ψηφίσουμε κατάσταση και προοπτική σκεπτόμενοι μόνο το από που θα μπορούσε να έρθει το καινούργιο και ελπιδοφόρο. Από τη σύμπλευση ποιών δυνάμεων δηλαδή. Κάποιοι αποφασίσαμε να τιμωρήσουμε τους δικούς μας που είναι χίλια κομμάτια ενώ ο κόσμος τους θέλει ενωμένους.
Τελικά, ειπώθηκε βαρύγδουπα ότι ο μεγάλος νικητής των εκλογών είναι η αποχή. Και κάτι φιλαράκια που περνάμε καλά μαζί αλλά έχουν επαναστατικές φαντασιώσεις και φοράνε όμορφα μαύρα ρούχα έσπευσαν να πανηγυρίσουν. Όσοι πανηγυρίζουν με την αποχή θα τους καλούσα να κάνουν μια συγκέντρωση όλοι μαζί να γνωριστούν, να δούνε όλοι μαζί ποιοι είναι. Εύκολο είναι στην εποχή του blogging και των τέλειων μέσων. Γιατί δεν το τολμούν, για να καταλάβουμε όλοι τι εστί αποχή και πόσο απαίσια ανομοιογενές σύνολο συγκροτούν. Στην ενασχόληση με την πολιτική το κυρίαρχο αίσθημα είναι αυτό του συν-ανήκειν. Και το συν-ανήκειν στην αποχή είναι κοντά στο πρόσωπο του τέρατος. Όπως και το συν-ανήκειν άκριτα και τυφλά σε κόμματα που έχουν ξοφλήσει.

Πλέον οι Κυριακές των εκλογών είναι κι αυτές αδιάφορες και μελαγχολικές. Η γιορτή της δημοκρατίας αποπνέει την αύρα καταναγκαστικού εορτασμού συμβιβασμένου ζεύγους. Κανείς δεν εκπροσωπεί κανέναν και όλοι επιβιώνουν σε ένα σκηνικό παραλυμένο, ανίκανο να συντηρήσει τον εαυτό του που απλώς υπάρχει γιατί απλώς δεν μπορεί… να μην υπάρχει τίποτα. Βαρεθήκαμε να περιμένουμε το παρατεταμένο τέλος της Μεταπολίτευσης και την...αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού.
  
Οι μόνοι που δικαιούνται να πανηγυρίζουν σ’ αυτές τις εκλογές είναι το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή. Κάποιοι ξεσκονίζουν τα σφυροδρέπανα χωρίς να ενοχλούνται από τη διαστροφή της ιστορίας και τον ακαλαίσθητο πολιτικό λόγο που εκπέμπει αυτό το ανιστορικό κόμμα. Με τη Χρυσή Αυγή να παίρνει 5% στο Δήμο της Αθήνας, απενοχοποιείται εντελώς και η ψήφος στον ΛΑΟΣ και το πολιτικό σκηνικό μετατοπίζεται προς τα δεξιά. Και τα μαντάτα που θα έρθουν τις επόμενες μέρες θα δείχνουν και την ηλικιακή σύνθεση του τέρατος. Και εκεί θα δούμε τη διείσδυση του τέρατος στις νεότερες γενιές. Ρωτήστε να μάθετε τι γίνεται στα Λύκεια; Ρωτήστε τι παίζει στο 16ο Λύκειο στους Αμπελόκηπους. Εμείς που είμαστε καθημερινά στα σχολεία το ξέραμε από καιρό. Το βλέπαμε να έρχεται. Και χάναμε τις μάχες από έναν εχθρό ασύλληπτης βλακείας. Πριν λίγες μέρες σε Λύκειο του Πειραιά, στο δεύτερο μου κιόλας μάθημα, δέχτηκα λεκτική επίθεση από 7-8 μαθητές ενός τμήματος Γ' Λυκείου καθώς στο μάθημα της Ιστορίας προσπαθούσα να τους εξηγήσω πως η έννοια "εθνικισμός", ενώ εμφανίζεται ιστορικά με θετικό πρόσημο τον 19ο αιώνα βγαλμένη από τις ιδέες του Ρομαντισμού και της Γαλλικής Επανάστασης και συνδεμένη με τη δημιουργία εθνών-κρατών, μετατρέπεται σταδιακά σε εφιάλτη, ιδίως από όταν αρχίζει να συμπορεύεται με τον ναζισμό και τον φασισμό. Στο συλλογικό πολιτικό φαντασιακό των πιτσιρικάδων ο Χρυσαυγίτης είναι ο επαναστάτης που πάει κόντρα στο σύστημα, βρίζει και παίρνει το νόμο στα χέρια του. Η Αριστερά για τον 18άρη είναι συστημική, συμβιβασμένη και προσκυνημένη σε όλες, μα όλες, τις εκδοχές της.

Κρίμα που δεν έχουμε καταλάβει ακόμη τι εποχή βιώνουμε. Το τέρας που χρόνια τώρα δουλεύει υπογείως, σήμερα βγαίνει στην επιφάνεια και μπαστακώνεται στις σύγχρονες κοινωνίες. Το τέρας έχει όνομα και λέγεται φασισμός. Φασισμός αισχίστου είδους που δεν ζητάει μόνο να φύγουν οι ξένοι από την Ελλάδα αλλά ζητάει με καδρόνια και ελληνικές σημαίες κομμένα κεφάλια μεταναστών και υποστηρικτών τους. Και το χειρότερο συναίσθημα βέβαια δεν είναι ότι βλέπουμε το πρόσωπο του τέρατος μπροστά μας. Το χειρότερο είναι η φοβία που έχουμε μήπως το έχουμε ήδη συνηθίσει.

Το αντιφασιστικό μέτωπο και όχι η οικονομική κρίση θα ενώσει πάλι την Αριστερά, όπως στο Μεσοπόλεμο. Όμως φοβάμαι πως θα είναι αργά. Μέχρι τότε ας αρχίσουμε να διαβάζουμε βιβλία και τα μηνύματα των καιρών. Γιατί τα μηνύματα των εκλογών είναι θολά και δεν διαβάζονται.



Γράφω γιατί...

το γράψιμο είναι ο ουσιαστικότερος τρόπος οργάνωσης του "υπάρχειν" και δεν έπαψα ποτέ να θέλω να εξαντλήσω την περιπέτεια της ύπαρξης. Γράφω γιατί το γράψιμο είναι η φυσική προέκταση των όσων βλέπω, ακούω και ζώ. Γράφω γιατί μ' αρέσει να μελετώ την αρχιτεκτονική του λόγου. Γράφω γιατί φοβάμαι τον αέρα που τα αρπάζει όλα και τα σπρώχνει στη λήθη. Γράφω από ανάγκη επικοινωνίας. Γράφω γιατί έτσι ξεφουσκώνω και ξανακερδίζω τις αναπνοές μου. Γράφω για να λύσω τα σχοινιά που με κρατούν δεμένο. Γράφω γιατί έτσι ξεγελώ έναν κόσμο που μας σπρώχνει στο περιθώριο. Γράφω γιατί το γράψιμο είναι ένα σοβαρό παιχνίδι για μεγάλα παιδιά. Γράφω για να διαπιστώσω αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια καινούργια άνοιξη. Γράφω γιατί δεν αντέχω να μη γράφω. Και κυρίως γράφω γιατί "γράφοντας εκδικούμαστε τα πράγματα", όπως το ήθελε ο Νίκος Καρούζος. Και πάντως δεν ξεκινώ μ' αυτό το κείμενο να γράφω. Τώρα γράφω εδώ, γιατί απλώς είπα να τραβήξω λίγο την κουρτίνα να δεις κι εσύ τι βλέπω...