Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Ατύχημα

Μια φορά κι έναν καιρό ένα τεράστιο παιδί μου χάρισε το ζεστό της αίμα/
και μπήκα στο παραμύθι της σαν λευκός κύκνος/
από το παράθυρο/
όμως εκείνη ήταν άγγελος/
και κρύωνε/
και δεν άντεχε το παράλογο/
και τα βράδια που ανάβαμε τζάκι στο κρεβάτι της/
καίγονταν τα φτερά της/
κι εγώ είχα αστάθεια στο βλέμμα/
όμως εκείνη κάτι βρήκε και ερωτεύτηκε/
τη φωνή μου/
εγώ πάλι τα κόκκινα μάτια της/
κι εκείνη μου σκελέτωνε το μέλι που έσταζα/
έκοβε με το μαχαίρι και μοίραζε τα λόγια μου/
γιατί σαν άνεμος και νερό που ήταν/
της άρεσαν τα τραγούδια και/
ήξερε από την παλιά ζωή της/
«πως ένα κορμί δεν είναι μόνο αγκαλιά/
είναι μια πατρίδα που θα γίνει/
ξενητιά»/.

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Καρυωτάκης, ειρωνεία, σήμερα

                                                                                                    Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω,
                                                                                                    ανίατα μεσοπόλεμος.
                                                                                                                             Βύρων Λεοντάρης

                                                                                          
Το 1938 ο Γιώργος Θεοτοκάς αναρωτιόταν χαιρέκακα: «Αν θελήσουμε όμως να κάνουμε αφαίρεση όλης αυτής της επεισοδιακής συναισθηματολογίας, αν προσπαθήσουμε να κρίνουμε το έργο καθεαυτό, χωρίς καμία προσωπική προκατάληψη υπέρ ή κατά και με αυστηρά πνευματικά κριτήρια, όπως αρμόζει να κρίνουνται τα έργα τέχνης, τι θα μείνει από τον Καρυωτάκη ως ποιητή;» Αμείλικτο το ερώτημα. Ωστόσο, ο ιδεολογικός μανιφεστάρχης της Γενιάς του ’30, προτού το διατυπώσει,  θα μπορούσε ίσως να λάβει υπόψη του μια, έμπλεη αυτοειρωνείας, απάντηση που είχε δώσει ο ίδιος ο Καρυωτάκης σε ανύποπτο χρόνο:

«Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρνουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.»
                              («Υστεροφημία», Ελεγεία και Σάτιρες, 1927)

Προφανώς η τελευταία φωτογραφία του καταραμένου ποιητή που μας επισκέπτεται σε κάθε εθνική ή ατομική ύφεση.
Πρέβεζα, 21 Ιουλίου 1928
Ο Καρυωτάκης εισέβαλε στην Ποίηση με απελπισία και σχεδόν νομοτελειακά. Δεν είδε την Ποίηση σαν ένα πεδίον δόξης λαμπρόν, αλλά σαν φυσική διέξοδο της απομάκρυνσής του από την πραγματικότητα που πληγώνει ασύμμετρα:

«Μας διώχνουνε τα πράγματα, κ’ η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.»
                                  («Είμαστε  κάτι…», Ελεγεία και Σάτιρες)

Όμως, η Ποίηση, για τον προώρως υποψιασμένο Καρυωτάκη, κατέληξε σύντομα μια τραγική απάτη και αυτή η παραδοχή εκ μέρους του συνιστά το αφετηριακό σημείο της σαρωτικής ειρωνείας που επιφυλάσσουν οι  στίχοι του  απέναντι σε κάθε σοβαροφανή εκδήλωση του ανθρώπινου πνεύματος. Διακρίνω τρεις μορφές καρυωτακικής ειρωνείας:
α) προς την αξία και τον ρόλο της ποίησης,
β) προς την κοινωνική πραγματικότητα,
γ) προς την αδυναμία ολοκλήρωσης του ανθρώπου (αυτοειρωνεία).

Ποτέ πριν τον Καρυωτάκη η Ποίηση δεν είχε απειληθεί περισσότερο από έναν τέτοιο διαλυτικό σαρκασμό («Η σκέψις, τα ποιήματα,/βάρος περιττό»). Ποτέ πριν η συνοφρυωμένη διανόηση και ο ποζάτος στοχασμός δεν είχαν αντιμετωπίσει τέτοιον εσωτερικό εχθρό-δυναμίτη στα θεμέλιά τους, τέτοια επιθετική απομυθοποίηση:

«Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.»
                                   («Όλοι μαζί…», Ελεγεία και Σάτιρες,)

Σε κάθε περίπτωση, η ειρωνεία στον Καρυωτάκη γίνεται το παρδαλό ένδυμα της μελαγχολίας. Η απαισιοδοξία, η ματαιότητα και ο θάνατος είναι, βέβαια, σταθερά μοτίβα της ποίησής του. Η νεοελληνική μιζέρια και υποκρισία καθρεφτίζονται στην ποιητική συνείδηση του Καρυωτάκη, όμως, σαν αποσταγμένες ατομικές ψυχικές καταστάσεις. Στον Καρυωτάκη η μελαγχολία και η απαισιοδοξία πρέπει να εκληφθούν ως προϋποθέσεις της ειρωνείας. Η ειρωνεία καθίσταται έτσι η εφαρμοσμένη ηθική και αισθητική της ποίησής του. Οι λυγμικές απολήξεις της μελαγχολίας του τιθασεύονται και εκτονώνονται με την ειρωνεία. Και η παρακμή γίνεται το περίγραμμα, εντός του οποίου εξαπολύεται η κοινωνική σάτιρα του ποιητή. Που προφανώς αισθανόταν να τον συντρίβει το περιβάλλον και η εποχή του. Και που αναμετριόταν δραματικά με τους ανθρώπους, το στίχο, το μέτρο και τη γλώσσα. Η πορεία από τον Πόνο του Ανθρώπου και τα Νηπενθή ως τις Σάτιρες είναι η διαδρομή μιας συνείδησης που  δεν μπόρεσε να ζήσει σε κατάφαση με τον καιρό της. Είναι, άραγε, τόσο μεγάλη η απόσταση αυτής της διαδρομής; Πιστεύω πως όχι. Η ειρωνεία απέχει από τη μελαγχολία μόλις ένα, αλλά κρίσιμο, σκαλί.

Το μόνο ζωογόνο στοιχείο σ’ αυτή τη διάστικτη από θανατόπνοο ήθος ποίηση είναι η ανατρεπτική ειρωνεία. Χάρη σ’ αυτή, τα ποιήματά του αναπνέουν και απογειώνονται. Η ειρωνεία στέκεται πάνω από τη μελαγχολία και είναι το κομβικό στοιχείο μιας ανεπανάληπτης ποιητικής έκφρασης. Η ποίηση του Καρυωτάκη καθίσταται υψηλής αξίας αισθητικό γεγονός, αφ’ ης στιγμής ο λόγος αυτοϋπονομεύεται και σαρκάζεται με επιθετικότητα. Η ειρωνεία στον Καρυωτάκη, προϊόν μιας οξύνοιας τραγικής που την αναγνώρισε μέχρι και ο Καραντώνης, τον οδήγησε στις εσχατιές της θλίψης. Από εκεί πέρασε στα όρια της σιγής.
                                                        
                                                                * * *
Η φωνή του είναι ψίθυρος ενοχλητικός που φλερτάρει με το βυθό της αβύσσου. Είναι μια πρόκληση προς τον «κοινό» άνθρωπο της μάζας, με την «μικράν, κατάπτυστον ψυχήν» και την «ιδιοτελή καρδίαν», όπως έγραψε ο ίδιος στο «Εις Ανδρέαν Κάλβον». Ο Καρυωτάκης υπήρξε προνομιακός συνομιλητής της μελαγχολίας και βυθομετρητής απύθμενων ναυαγίων. Γι’ αυτό γοητεύει τους νέους και όχι για τον πεισιθάνατο συναισθηματισμό του που, χωρίς τη σαρκαστική διάθεση, θα μπορούσε να εκληφθεί και ως νερόβραστος νοσταλγισμός. Ο Καρυωτάκης χωρίς την ειρωνεία δεν θα ήταν μείζων ποιητής. Ο μοντερνισμός του συνίσταται σε αυτό το μεγαλοπρεπές ειρωνικό κοίταγμα, σε αυτή τη γραφή που αποθεώνει την αμφιβολία σαν την πιο μεγάλη βεβαιότητα, καθώς την ήθελε κι ο Μπρέχτ.

Η μεγάλη προσφορά του Καρυωτάκη στο νεοελληνικό ψυχισμό είναι ότι μας συμφιλίωσε με την παρακμή και τη μελαγχολία. Μαζί με τον Καβάφη υπήρξαν οι ποιητές που εξέφρασαν αισθητοποιημένη τη μολυσμένη ατμόσφαιρα του νεοελληνικού κρατιδίου. Ο Καρυωτάκης συνομιλεί ατμοσφαιρικά με τον Καβάφη (τον άλλο μεγάλο ειρωνικό) σε στίχους όπως: 

«Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε»

ή

«Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε».
                                       («Είμαστε κάτι…», Ελεγεία και Σάτιρες)

Ο συγκλονιστικός «Μιχαλιός», με το αντιπολεμικό αλλά και βαθύτατα κοινωνικό του περιεχόμενο, είναι ο αντιήρωας που συναντιέται στο διακειμενικό πεδίο με τον ρίψασπι του περίφημου ελεγειακού δίστιχου του Αρχίλοχου. Θεωρώ αυτό το ποίημα απαύγασμα της πικρής ειρωνείας του Καρυωτάκη και διαχρονικό κλείσιμο του ματιού προς κάθε σημαδεμένο απ’ τον καιρό, που «δε μπόρεσε να μάθει καν το ¨επ’ ώμου¨» και ένιωσε κάποτε ότι δεν τον χωρά ο τόπος, γιατί:

«Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος»

                                                             *********
Τώρα θα κάνω τη γενίκευση. Γιατί μας αφορά σήμερα ο Καρυωτάκης; Τι προσδοκίες γεννά στον ανυποψίαστο, ίσως, νέο αναγνώστη της ποίησης; Μπαίνω συχνά στον πειρασμό να κατοχυρώσω έναν περιεκτικό χαρακτηρισμό για έναν συγγραφέα που αγαπώ. Καταθέτοντας έναν παρακινδυνευμένο αφορισμό θα έλεγα πως ο Καρυωτάκης είναι, σήμερα, ποιητής της εθνικής αυτογνωσίας, μιας πατρίδας που ζει εθνικά και συλλογικά ένα παρατεταμένο ΄22 χωρίς προσφυγιά. Γι’ αυτό δεν τον κατανόησε η γενιά του ’30 που βαυκαλιζόταν με το να πιστεύει σ’ ένα θολό εθνοκεντρικό όραμα. Ενώ τον Καρυωτάκη τον συνέτριβε η ελληνική φύσις με τις λερές «Πρέβεζες». Ο Καρυωτάκης μας έβαλε τον καθρέφτη κατάμουτρα χωρίς παραμορφωτικούς φακούς. Γι’ αυτό και είναι ο ποιητής που απωθούμε, αλλά ριζωμένος καθώς είναι στο συλλογικό μας υποσυνείδητο, όσο τον απωθούμε τόσο επανέρχεται πιο απειλητικός και αποκαλυπτικός.

Όσοι έχουμε το μάτι μας υγρό και μέσα μας τον Άδη, θα γοητευόμαστε πάντα από την ποίηση του Καρυωτάκη, του Μεγάλου Ειρωνικού. Ο ποιητής που είδε τη ζωή σαν αξημέρωτη νύχτα και χάιδεψε τα σκοτάδια της ψυχής του θα είναι διαχρονικά παρών σε κάθε εθνική και ατομική ύφεση. Και για τον κόσμο του σήμερα, που πορεύεται χωρίς πίστη κι αγάπη, χωρίς έρμα και χρυσή πανοπλία, λάφυρο του ανέμου, ο Καρυωτάκης είναι ποιητής σημαδιακός.

 Η ελπίδα και η νεότης παραμένουν έννοιες αφηρημένες. Και το ερώτημα τόσα χρόνια μετά παραμένει το ίδιο:

 «Θα βρούμε τουλάχιστον το βυθό της αβύσσου;» 

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Εγώ πάντως φοβάμαι τους Έλληνες

«Γίνεται κανείς ρατσιστής ή ξενόφοβος
πολύ εύκολα, αρκεί να μην αισθάνεται
αρκετά σίγουρος για τον εαυτό του»
                   Τζβεντάν Τοντόροφ

Τρεις μέρες τώρα, απ’ όταν ένα στοιχειωμένο καράβι της γραμμής Χανιά-Αθήνα μετέφερε στην πρωτεύουσα τον πανικό, με 238 ασθενικά κορμιά στο κατάστρωμά του, αισθάνομαι τρομοκρατημένος από την αγλαή αντίληψη της κοινής γνώμης περί του μεταναστευτικού προβλήματος. Η επιπολαιότητα περισσεύει και πολύ συχνά μετατρέπεται σε προσβολή στην ανθρώπινη αυταξία.

Όπου σταθείς αυτές τις μέρες και σε ξέρουν λιγάκι, δεν γλιτώνεις από τα δόντια του πικραμένου και ξάφνου αναγεννημένου μικροαστού. Που δείχνει να παίρνει τα πάνω του, όταν ο δημόσιος διάλογος γυρίζει στο μεταναστευτικό. Σαν να αντλεί κουράγιο από το μίσος.

Τους κατανοώ, είναι φοβισμένοι. Αλλά τους φοβάμαι επίσης, το ίδιο. Φοβάμαι τους Έλληνες στη χώρα μου! 

Είναι τρομερή η μέρα εκείνη (τέτοιες ζούμε) που ο σκουληκάνθρωπος και σκουπιδάνθρωπος της μίζερης καθημερινότητας, καταδικασμένος κοινή συναινέσει σε ισόβια δεσμά, ξεσπά επιδεικνύοντας όλα τα συντηρητικά αντανακλαστικά του. Τους βλέπω να ξεσπαθώνουν εναντίον των κακόμοιρων Αφγανών και σκέφτομαι πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει ο άνθρωπος. Εκφράζω κατά καιρούς  θέσεις συμπόνοιας και συμπάθειας για τα εβένινα παιδιά από τους πονεμένους τόπους της Ασίας και της Βόρειας Αφρικής που τελευταία μας βρωμάνε φαίνεται περισσότερο. Αυτές τις μέρες όμως κάποιοι με περίμεναν στη γωνία. Τι να μας πεις άραγε γι’ αυτή την προσβολή κύριε.

Η πολυπολιτισμικότητα γενικώς φοβίζει, αλλά ας το πάρουμε απόφαση δεν γίνεται να ζήσουμε αλλιώς. Πάντα φοβόμουν τον συντηρητισμό και την υποκρισία του. Την ηθικολογία που επενδύει στο φόβο και που οφείλουμε να την ξεχωρίζουμε από την ηθικότητα που έχει να κάνει με την αρετή. Και εδώ και τρεις μέρες ήχησαν πάλι οι σειρήνες της υποκρισίας

Είναι τρομερό πως ο φιλήσυχος πολίτης, αυτή η ύπουλη δύναμη της δημοκρατίας, ο σκυφτός και αμήχανος μπροστά στα Μνημόνια και την ακρίβεια, βρίσκει πεδίον δόξης λαμπρόν στη ρατσιστική υστερία. Σαν να ήθελε να επιβεβαιωθεί και έψαχνε την ευκαιρία. Τον φαντάζομαι χαιρέκακα να πανηγυρίζει: «Να ορίστε, σας πιάσαμε ψευτοαριστεροί, τώρα δεν μπορεί, έχουμε δίκιο. Την πατήσατε λοιπόν. Ε, όχι και Αφγανοί κατάληψη στη Νομική. Και μάλιστα με τη βοήθεια του Συνασπισμού». Η αντίδρασή τους είναι λες και τους πάτησες τον φασιστικό κάλο. Βλέπω τις κρεμάλες να έρχονται.

Στην τάξη σήμερα κάποιοι πιτσιρικάδες, αν και εν γένει παραμένουν μουγγοί και εν συγχύσει περί τα κοινωνικά, θυμήθηκαν ότι το 1922 τους πρόσφυγες τους λέγαμε τουρκόσπορους. Άδικο έχουν; Προσθέτοντας τους είπα ότι προσωπικά λυπάμαι αφάνταστα για την πατρίδα μου. Και ντρέπομαι για την κατάντια μας. Λυπάμαι που κανείς δεν κουβεντιάζει σοβαρά. Λυπάμαι που κανείς δεν θέτει τα σωστά ερωτήματα. Λυπάμαι για την έλλειψη κατανόησης, για την αδυναμία αλληλεγγύης, για την πενιχρή συναίσθηση της ετερότητας, για την εικονοπλασία του άλλου ως εχθρού. Λυπάμαι για την επιπολαιότητα και αναισθησία με την οποία αντιμετωπίζεται η υπόθεση επιβίωσης των ανθρώπων του τέταρτου κόσμου που ψάχνουν τη μοίρα τους στην τριτοκοσμική χώρα μου. Λυπάμαι που αυτή η πελιδνή κυβέρνηση δεν κατορθώνει να εισπράξει από την Ε.Ε ούτε μια υπόσχεση υπεύθυνης ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής, έστω ως αντάλλαγμα στα πάνδεινα που μας προσφέρει η τρόικα.

Μα πιο πολύ φοβάμαι. Φοβάμαι τους Έλληνες και την ιδιόμορφη λεβεντιά τους. Φοβάμαι τον λαό που έχοντας ο ίδιος χάσει το δρόμο προς τη Δύση, επιδίδεται κουτσαβάκικα σε συμπλεγματική συμπεριφορά προδίδοντας σύνδρομο εθνικής μειονεξίας απέναντι σε εκείνους τους αδύναμους που αναζητούν τον δρόμο προς τη Δύση. Ενώ στην ουσία όλοι μαζί τελούμε υπό απόγνωση και απελιπισιά.

Ο Παπανδρέου τόλμησε σήμερα να κάνει το εξής δηκτικό προς την Αριστερά σχόλιο: «Είναι αριστερό και προοδευτικό να εκμεταλλεύεσαι τον πόνο κάποιων ανθρώπων και να ενεργοποιείς συντηρητικά ανακλαστικά;» Ποιος, ο Παπανδρέου. Να του θύμισε κανείς άραγε αν θεωρεί σοσιαλιστικό και προοδευτικό τον εργασιακό μεσαίωνα τον οποίο δημιούργησε (γιατί εμένα αυτό με πονάει, οι συνθήκες εργασίας και όχι το μεροκάματο που χάνω).

Και εν πάση περιπτώσει ας καταλάβουμε ότι ο διαχρονικότερος ορισμός του αριστερού είναι να θεωρείς αριστερό ό, τι υπερασπίζεται τον αδύνατο, τον καταπιεσμένο, τον εκμεταλλευόμενο, αυτόν που αξιώνει αέρα ελευθερίας και κοινωνία αλληλεγγύης. Τελεία και παύλα με τους αριστερούς ορισμούς. Η Αριστερά ,αν πάψει να είναι ένας λόγος υπέρ αδυνάτου, καλύτερα να πάψει να υφίσταται. Και ευτυχώς, η Αριστερά είναι πάντα εκεί όπου ματώνει η ελευθερία και η αξιοπρέπεια. Με όποιο κόστος. Που ασφαλώς θα υπάρξει. Θυμηθείτε που θα καταβαραθρωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην επόμενη δημοσκόπηση (θυμίζω, η τελευταία του έδινε 6% μετά από πολύ πολύ καιρό μιζέριας και εσωστρέφειας).

Το σκηνικό λοιπόν θυμίζει Δεκέμβρη 2008. Όλοι εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ. Και γι’ αυτό και μόνο, εξ αντιδιαστολής, αξίζει ο σκεπτόμενος και ευαίσθητος άνθρωπος να στρέφεται προς τα εκεί, όπως και στην υπόλοιπη, εκτός ΚΚΕ, Αριστερά. Είναι ζήτημα αυτοσεβασμού και μόνο.

Ο κοινωνικός συντηρητισμός του ΚΚΕ χτύπησε πάλι. Και ας μην μιλήσουμε καλύτερα καθόλου για τον αγωνιώντα να βρει θέση στο κάδρο της συναίνεσης κυρ-Φώτη Κουβέλη τον προτεστάντη. Κάνω λάθος που κάτι τέτοιοι τύποι μου θυμίζουν κάτι αφόρητα βαρετούς και ανερέθιστους θείους με μουστάκι που ομνύουν στο όνομα της σεμνότητας και της ταπεινότητας την ώρα που δεν μπορούν να αισθανθούν αλληλέγγυοι παρά μόνο με το τομάρι τους;

Τελευταία δεν έχεις από πού να φυλαχθείς. Σήμερα στην λαοφιλή Ελληνοφρένεια ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος χαρακτήρισε τον Συνασπισμό «κοινωνική ενόχληση». Ο Καλαμούκης σιγοντάριζε σε ειρωνεία. Ήμαρτον θεέ του κόσμου. Οδηγούσα και μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Επίθεση στον Συνασπισμό από την Ελληνοφρένεια. Ο εθνολαϊκισμός του ΚΚΕ παραμένει παροιμιώδης και εκφράζεται ανυπερθέτως από ανθρώπους με χιούμορ και πνεύμα. Όταν ο Καλαμούκης ρώτησε τον Χαριτόπουλο πως βλέπει το ΚΚΕ και αυτός είπε «δεν εκπληρώνει τον ρόλο του», για δέκα λεπτά προσπαθούσε να του αποσπάσει καλύτερη διατύπωση και κάποια στιγμή τι ομολόγησε κάπως. Άλλαξα σταθμό και έπεσα στις δηλώσεις του Γλέζου:  
«Όσο σκεπτικισμό κι αν δημιουργεί η προσφυγή των μεταναστών, να αναζητήσουν άσυλο στη Νομική Σχολή, είμαι υποχρεωμένος να δηλώσω τα παρακάτω:
Το άσυλο, ως απαραβίαστος χώρος, επινοήθηκε ως ιδέα, ως πράξη κι εφαρμογή και ως λέξη από τους αρχαίους Έλληνες.Παραμένει ως αδιαπραγμάτευτη κατάκτηση των αρχών του δικαίου, ως η πιο ανθρωπιστική ιδέα στην πορεία της ανθρωποποίησης του ανθρώπου.Το Πανεπιστημιακό άσυλο καθιερώθηκε, ιδιαίτερα, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όχι μόνον ως χώρος ελεύθερης διακίνησης των ιδεών, αλλά ως άσυλο - προσφυγή κάθε αδικημένου. Οι μετανάστες προσφεύγουν σ’ αυτό, για να επιστήσουν την προσοχή στο πρόβλημά τους. Δουλεύουν χρόνια τώρα στη χώρα μας και τους εκμεταλλεύονται οι πάντες, χωρίς να ρωτούν αν είναι παράνομοι.
Επιτέλους!
Πρέπει το μεταναστευτικό πρόβλημα, από ελληνικό να γίνει ευρωπαϊκό». 


Φοβάμαι και την Ελληνοφρένεια, φοβάμαι και το Ράδιο Αρβύλα, φοβάμαι και το Αλ Τσαντίρι. Φοβάμαι τον λαϊκισμό και την ευκολία απ’ όπου και αν προέρχεται. Ιδίως από τα αριστερά. Τι θα κάνουμε σ’ αυτή τη χώρα, δεν ξέρω. Και άντε, εγώ είμαι ψύχραιμος, έχω υπομονή και αγαπώ το κορίτσι μου, τη μουσική, το θέατρο, το σινεμά, τα μπαράκια και τα βιβλία. Θα το ρίξω εκεί. Αλλά αυτοί θα μας απελάσουν μια μέρα, να μου το θυμηθείτε. Εκτός από το να γελάμε μαζί τους, πρέπει να παρεμβαίνουμε, να μιλάμε, να συγκρουόμαστε. Αλλιώς, μαύρο φίδι που μας έφαγε.

Υ.Γ 1. Ειλικρινά τον έχω χεσμένο τον ΣΥΡΙΖΑ και θεωρώ ανεπιτυχή και αναποτελεσματική την «επιχείρηση Νομική» αφού πετυχαίνει τελικά τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα. Δεν τον ψηφίζω πάντα και πολλές φορές μου τη σπάει. Όμως, όταν συναισθάνομαι την ολομέτωπη επίθεση εναντίον του από το σύνολο του εθνολαϊκισμού με επαναφέρει πάλι στο μαγνητικό του πεδίο.

Υ.Γ 2. Με τη Siemens θα ασχολούμαστε τώρα...Κακόμοιρη χώρα, αδίκως φοβάμαι;

Υ.Γ 3. Τώρα πια καταλαβαίνω και κάτι ακόμη. Τους νιώθω τους ξένους, γιατί και εγώ ξένος νιώθω στον τόπο μου.

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Σάββατο βράδυ με φίλους. Μια ωδή

Σε μιαν άκρη της πόλης, στην εφηβική γειτονιά μου που παρέμεινε γειτονιά μου ως σήμερα, τον Περισσό, μια δεκαπεντάδα φιλαράκια, αγόρια και κορίτσια, βρεθήκαμε σε ένα σχεδόν υπόγειο πάρτυ στο σπίτι του  Χρήστου. Δεν είχα διάθεση, κάτι δικά μου τέλος πάντων, αλλά η δύναμη της παρέας με παρέσυρε και μου γράσαρε τα κουράγια. Είναι κάτι διαβολεμένες μέρες που χωράνε σε λίγες ώρες όλη την γκάμα των συναισθημάτων, από την Κόλαση στον Παράδεισο και τούμπαλιν. Κάθε φορά που θολώνω, το μέλλον μου μού φαίνεται πιο άδηλο κι απ’ της Ελλάδας, πιο αμφίβολο κι απ’ το ευρώ. Αλλά κάποιοι με περιμένουν για να μου κάνουν ενέσεις ελπίδας. Σκέφτομαι πόσο εύκολη θα ήταν η ζωή μας αν οι παρέες ήταν πιο ανοιχτές, αν τα ζευγάρια βάζανε πιο πολύ στις ζωές τους τα παρεάκια τους, αν στυλώνουμε το βλέμμα κάθε που κάποιος απευθύνεται στο πρόσωπό μας.

Τα ζευγάρια πάντα φεύγουν νωρίς στα πάρτυ, στο τέλος μένουν οι καλοί (λέμε τώρα), για να μην πω και για τη συνήθεια που έχουμε κάποιοι να ξεγελάμε την παρέα, τη νύχτα και τον χρόνο και φεύγοντας και καληνυχτίζοντας, να χωνόμαστε στο αυτοκίνητο και να πηγαίνουμε στο τελευταίο στέκι που απομένει ανοιχτό και περιμένει καρτερικά τους τελευταίους τρεκλίζοντες θαμώνες.

Όλα ήταν όμορφα κι απλά απόψε. Η κουβέντα με τα κορίτσια πέρασε από ωραία προσωπικά μονοπάτια. Ελένη και Χριστίνα ψηλαφούν τα πρώτα σημάδια απ’ τα δικά τους τραύματα. Ο Άρης πάντα εκεί, πιστό σκυλί και σιγουριά, γέμιζε το ποτήρι με Dimple και ας τέλειωσαν τα παγάκια, ο Χρήστος άψογος οικοδεσπότης με καπέλο ‘30ς στο κεφάλι έδινε ρυθμό. Τα τρουφάκια και οι καριόκες της Τόνιας έγιναν ανάρπαστα, ο Νίκος πρακτικός και πρόθυμος να καθαρίσει μια εκκρεμότητα που έχω με το Πλαίσιο, ο Γιώργος έπιασε πάλι την ατομική μου ατμόσφαιρα και την απέδωσε στο μέτρο της με ψύχραιμη αταραξία, η Χαριτίνη έχασε στο πόκερ που στρώθηκε μετά τις 3 σε ένα τραπέζι με μια μάλλινη κουβέρτα για τσόχα, αλλά χαμογελούσε και σιγοντάριζε με επιφωνήματα την ώρα που έβαζα τις μουσικές μου σε μια γωνιά με το Youtube σε πλήρη δράση και σκεφτόμουν με νοσταλγία το άλλο φιλαράκι μας που είναι φαντάρος στη Λήμνο και πολύ μας έλειψε κι απόψε.

Καθόμαστε και γράφουμε μαλακίες για δήθεν ήρωες και φευγάτους τύπους την ώρα που οι αληθινοί μας ήρωες είναι οι άνθρωποί μας, φίλοι, αδέρφια και γονείς. Αν έχω ένα χρέος ανεξόφλητο σ’ αυτούς είναι κάποιες σελίδες που δεν μπόρεσαν ποτέ να γεμίσουν το λευκό χαρτί, παρότι έχουν ξεχειλίσει το άγραφο εσώψυχο βιβλίο της ζωής μου.

Σαν μεθυσμένο καράβι έφυγα από το πάρτυ, όπως μ’ αρέσει να φεύγω πάντα. Βιαστικά, χωρίς μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς, βγήκα στη νύχτα και τη βροχή. Περπάτησα 200 υπέροχα μέτρα, αργά, πολύ αργά, στη βροχή, μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου. Οι δρόμοι υγροί, το κεφάλι μου στραμμένο στον ουρανό, νερό έτρεχε ηχηρά από ένα τσίγκινο μπαλκόνι, παντού ερημιά και τα φώτα κλειστά στα δωμάτια των πολυκατοικιών. Πόρτες και παράθυρα κλειστά, κανείς δεν είναι πουθενά. Βάζοντας το κλειδί στην πόρτα, ένα χαμόγελο είχε σχηματιστεί ήδη στα ξερά χείλη μου. Ήδη είχα σκεφτεί τις πρώτες γραμμές μιας καινούργιας ανάρτησης. Η γυμνή νύχτα τότε χώθηκε στη σπηλιά της και σιγοψιθύρισε ασθμαίνοντας: αύριο πάλι.

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Αδύναμος για μαγεία



Έκλεισα τα φώτα και έβαλα την οπερέτα του Άστορ Πιατσόλα “Maria de Buenos Aires” να θερμάνει τους τοίχους του καινούργιου σπιτιού μου. Τον τελευταίο καιρό εδώ μέσα κάνω μια σπουδή στη σιγή. Περνούν ώρες πολλές που δουλεύω μπροστά στον υπολογιστή σιωπηλός. Τα δωμάτια είναι  πνιγμένα στη μουσική. Στην κρεβατοκάμαρα τώρα παίζει Κολτρέιν, Τσάρλς Μίνγκους, Ντιουκ Έλινγκτον. Στο γραφείο «το Κουστουμάκι» του The Boy και στο καθιστικό είπαμε, Πιατσόλα. Αργεντίνικη μελαγχολία στη γλώσσα που μίλησε ο Λόρκα και ο Μπόρχες, ο Κορτάσαρ και ο Θερβάντες. Ο Δον Κιχώτης ήταν ο ήρωας που με συγκινούσε αφάνταστα ως παιδί και ακόμα. Ο Λούκι Λούκ με γοήτευε πολύ, όπως και τα σπαγγέτι-γουέστερν. Τώρα βιώνω ένα είδος φιλικής μοναξιάς. Αφού δεν μπαίνει κάτι στη δική μου ζωή, είπα να εισβάλλω εγώ σ’ έναν κόσμο καινούργιο, απωθημένο πολλά χρόνια. Εδώ και πέντε μέρες μαθαίνω ισπανικά. Ανόητοι. Δεν λέγεται Λιόσα ο νομπελίστας, αλλά Γιόσα (Llosa).

Το τηλέφωνό μου χτυπάει σπάνια. Ούτως ή άλλως σπάνια το σηκώνω. Θα έδινα πολλά σε όποιον μπορούσε να καταλάβει τι μου συμβαίνει ακριβώς για να το πει και σε μένα. Εδώ και είκοσι μέρες που μετακόμισα, εγκαταλείποντας μια για πάντα το πατρικό σπίτι με το εφηβικό δωμάτιο που γέμιζε, γέμιζε, γέμιζε ώσπου έσκασε, κάτι με σπρώχνει σε έναν συναισθηματικό βούρκο. Πενθώ με γαλήνιο και αρχοντικό τρόπο όλα τα πράγματα και τα πρόσωπα που χάνω. Τι να τα κάνω τα 92 τετραγωνικά; Η μοναξιά αντέχεται στο εφηβικό δωμάτιο. Η μοναξιά των 92 τετραγωνικών είναι απύθμενη.

Χθες το βράδυ, γύρω στις 4 που αποφάσισα να κλείσω τα μάτια, έδωσα μια απελπισμένη μάχη με τη μύγα που χώθηκε στους τοίχους μου. Αδύναμος και χωρίς φακούς κρατώντας μια μαύρη κάλτσα προσπάθησα να τη διώξω αλλά τίποτα. Πρέπει να τη ζάλισα με κάνα δυο χτυπήματα γιατί οι πτήσεις της όσο περνούσε η νύχτα γίνονταν και πιο θεαματικά αργές, σαν να έκαναν αγώνες επίδειξης χειροκίνητα αεροπλανάκια. Αποκαμωμένος την άφησα στην τύχη της, υποθέτω κάπου θα κείται νεκρή σε κάποια γωνιά. Η μάνα μου σίγουρα θα την είχε συμμαζέψει.

Θυμάμαι πριν δυο χρόνια ονειρεύτηκα κάποια άγνωστη σε ένα όνειρο. Ήταν απόκοσμη, χαμογελαστή, πανέμορφη, μου πρόσφερε νερό ασταμάτητα. Όποιος λέει ότι η φράση «σ’ έχω δει στο όνειρό μου πριν σε συναντήσω» δεν υπάρχει, δεν είδε τίποτα και μάλλον τρώει βαριά φαγητά πριν πέσει για ύπνο. Έχω αισθανθεί την απόλυτη ευτυχία μέσα σ’ ένα βραδινό ενύπνιο. Ήταν το ωραιότερο όνειρο της ζωής μου. Τώρα, την καλώ με μαγικά να έρθει πάλι, αλλά κάπου αλλού θα ταξιδεύει, σε κάποιου άλλου το νυχτερινό χαλί θα πλαγιάζει. Κάποιος θα ξημερώσει με χαμόγελο στα χείλη αύριο.

Η ευτυχία όταν βιώνεται και συνειδητοποιείται καθίσταται ύβρις. Η ευτυχία δεν είναι κάτι που μπορούμε να το κερδίσουμε με την αξία μας. Ό, τι πετυχαίνουμε με το μόχθο και τις αρετές μας, στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να μας κάνει ευτυχισμένους. Πόσο βαρετή ευτυχία θα ήταν αυτή. Μόνο η μαγεία μπορεί να μας οδηγήσει στην ευτυχία. Ο Μπένγιαμιν είπε κάποτε ότι η μελαγχολία των παιδιών γεννιέται όχι από την αίσθηση ότι είναι αδύναμα απέναντι στους μεγάλους, αλλά από την επίγνωση ότι είναι αδύναμα για μαγεία. Μόνο ο μαγεμένος μπορεί να πει ότι ήρθε κοντά στην ευτυχία.

Να από τι πάσχω!

Στο βάθος του μυαλού μου επανέρχονται πάλι τα ιζήματα της καθημερινότητας: ο Παπανδρέου τα είπε σταράτα στον Ερντογάν, τα σπρέντ εκτοξεύτηκαν, πάλι πιθανή η χρεοκοπία, κάποιοι ποντάρουν στην πτώση μας, ευρωομόλογο, η πρώτη επιχειρησιακή σύμβαση στη ΝΕΟΓΑΛ Δράμας, το άλλο Σάββατο αντιρατσιστικό στον Άγιο Παντελεήμονα, οι Πυρήνες της Φωτιάς, κλειστό το μετρό και ο ηλεκτρικός, μειώσεις μισθών, έκρυθμη η κατάσταση στη Ακτή Ελεφαντοστού, ΑΕΚ-Κέρκυρα 0-0, Ιμπαγάσα, αύριο θα βρέξει. Και θα σας πνίξω.

Πόσα να αντέξει ένα μυαλό…

Το μόνο που με χαροποιεί τελικά είναι η βεβαιότητα ότι αυτές τις γραμμές, που μάλλον κανείς δεν θα μπει στον κόπο να τις σχολιάσει από κάτω (και όχι άδικα), θα προσφέρουν ένα γλυκόπικρο χαμόγελο σε εκείνους που έκαναν και κάνουν στάσεις στη ζωή μου. Και κάποιοι είναι ακόμη εκεί έξω. Και μεθαύριο θα πιούμε ξανά παρέα, αβάσταχτα ζαλιστικά Jameson. Και θα μου ερεθίσουν τη σκέψη ώστε τα στόματά μας θα βγάλουν άνθη, και προφορικά και με τα βλέμματα, θα πούμε πάλι όσα ποτέ δεν θα μπορέσει να κρύψει μέσα της η άδολη γραφή μας.

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Εν μέσω εγκεφαλικών νεφών


Γύρισα απόψε στη βροχερή Αθήνα/έκανα αμέσως ένα μπάνιο, να αποβάλλω τη μυρωδιά της υπαίθρου/το πρωί η γιαγιά έφτιαχνε τηγανίτες/άσε που τρεις μέρες κοίταγα κατάματα τη φωτιά στο τζάκι/έριχνα ξύλα ξαπλωμένος στη θέση του παππού/οπότε καταλαβαίνεις τι άρωμα πότισε ρούχα και κορμί/μιλούσα ακατάληπτα με την Ευγενία, τη μικρή ανιψιά μου 4 ετών/που ήθελε να μου σπάσει το κεφάλι με ένα πλαστικό μπουκάλι. Δύσκολη η επικοινωνία με την Ευγενία…Κατέβασα μεγάλες ποσότητες τσίπουρο/στο καφενείο οι Αθηναίοι κάναμε σαματά/τα γερόντια στα διπλανά τραπέζια μας κοιτούσαν αμίλητα/σαν να έβλεπαν τηλεόραση κοιτούσαν τα εκφραστικά μας στόματα/τρομαγμένοι μου φάνηκαν/ήθελα να τους βάλω στην παρέα/ήθελα να τραβηχτώ και να μου μιλήσουν για τη μοναξιά τους/μπας και γιατρέψω μια στάλα τη δική μου/αλλά η παρέα είχε ρέντα/δεν ξέρω γιατί αλλά δεν με αφήσαν σε χλωρό κλαρί/σαν να θέλαν να τους αφηγηθώ όλη την ιστορία του κόσμου, της ζωής μου, της Ελλάδας/σε ένα μόνο βράδυ. Με κάθε καινούργιο ποτήρι ερχόταν και μια καινούργια ιδέα/για την ανάπτυξη στο απομακρυσμένο χωριό μας/σε κάθε θολή ματιά τριγύρω ξεσπούσε μια καταιγίδα από σκέψεις/ένα τραγούδι των Portishead κλωθογύριζε στο μυαλό μου/στα κενά διαστήματα της σιωπής μου/έξω το σκηνικό σκληρό/τα δέντρα γυμνά/μόνο στο χωριό καταλαβαίνεις τις αλλαγές των εποχών/σύννεφα χαμηλά/η καμπάνα χτύπησε πένθιμα την Πρωτοχρονιά στο απέναντι χωριό/μπαμ μπουμ οι κυνηγοί/το τελευταίο κοτσύφι αυτοκτόνησε στον Αχέροντα/ελαφρώς λάσπη παντού/αν και δεν έβρεχε/καθαρός κρύος αέρας/δέκα γάτες στην αυλή μονίμως πεινασμένες/ήθελα να διαβάσω για το διδακτορικό/αλλά έπιασα το Παρίσι Blues του Μωρίς Αττιά και βυθίστηκα μέσα στις περιπέτειες του επιθεωρητή Πάκο ντε Μούρθια/εκεί/στο σκοτεινό χωριό μου/στις όχθες του Αχέροντα/στις εκβολές του κόσμου. Και τώρα/πιεσμένος από παντού/χαρτιά και βιβλία φορτωμένο το γραφείο μου/ατέλειωτες εκκρεμότητες/μια ζωή τελευταία σε γενική εκκρεμότητα/άνθρωποι που περιμένουν να τους μιλήσω/άνθρωποι που περιμένω να μου μιλήσουν/κι εν μέσω εγκεφαλικών νεφών/ιδού το κείμενο που έβγαλαν απνευστί τα χέρια μου/ένας λελογισμένος παραλογισμός/είκοσι λεπτά απόδρασης από σημειώσεις και υποσημειώσεις/από παραπομπές και ερωτήσεις/από κριτικές δοκιμές και απόπειρες να εξηγήσω/την ώρα που όλα δείχνουν ότι δεν θα πάρουμε ποτέ τις απαντήσεις που ζητάμε στα πιο εναγώνια ερωτήματά μας.

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Ο μπαμπούλας και τα κακά παιδιά της No Future Generation




Τώρα που ο πλανήτης χορεύει στο ρυθμό παγκόσμιων τεκτονικών αλλαγών και καθώς παίζονται οι καθυστερήσεις ενός εξόφθαλμα στημένου παιχνιδιού και κορυφώνεται η αγωνία για την επόμενη μέρα, που δεν θα είναι απλή μέρα αλλά νέα εποχή, φαίνεται να εγγράφεται στο συλλογικό φαντασιακό ένα νέο αφήγημα: το παραμύθι με τον μπαμπούλα και τα κακά παιδιά!

Ο Ζίζεκ το είπε καίρια τις προάλλες στην Αθήνα δίνοντας στίγμα: «Ζούμε σε μια μετα-πολιτική εποχή μετατροπής της οικονομίας σε δεύτερη Φύση». Η  νέα εποχή εγκαινιάζεται με δυσεπίλυτα αινίγματα. Με το πολιτικό σύστημα εξουδετερωμένο, τις κομπιναδόρικες αγορές ασύδοτες, κυρίαρχες, ηγεμονικές και με το πεδίο εξουσίας τους αποφασιστικά διευρυμένο σε σημείο ουσιαστικής κατάργησης της δημοκρατικής αρχής. Οι πυλώνες νομιμοποίησης του συστήματος τρίζουν. Είναι πρωτοφανές στα κοινοβουλευτικά χρονικά της χώρας να υπάρχουν 13 ανεξάρτητοι βουλευτές μόλις ένα χρόνο μετά τις εκλογές, ενώ έπεται και συνέχεια. Το σύστημα κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης των τελευταίων 35 χρόνων έχει καταρρεύσει. Το πολιτικό παράδειγμα συμμετοχής της Μεταπολίτευσης έχει ξεπεράσει τα χρονικά όρια του, μη μπορώντας να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες. Το πολιτικό σύστημα διέρχεται οξύτατη κρίση νομιμοποίησης. Κανείς δεν εκπροσωπεί κανέναν. Ούτε πολιτική ούτε κοινωνική εκπροσώπηση υπάρχει. Οι τραγελαφικές ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΠΑΜΕ στα μάτια όλων των νέων και πολλών εκ των μεγαλυτέρων που δεν έχουν χάσει εντελώς την αισθητική τους, προκαλούν μόνο οργισμένη αποφορά. Η τραγωδία είναι ότι τώρα, σε συνθήκες απονομιμοποίησης, προκαθορίζεται de facto το μέλλον δυο-τριών γενεών, που μάλλον πολιτογραφούνται στη δημόσια σφαίρα ως no future generations και των οποίων, ατυχώς, μέλη είμαστε τουλάχιστον όσοι δεν φτάσαμε ακόμη τα 30.

Η μεγαλύτερη τρομοκρατία των ημερών, η γκεμπελική προπαγάνδα των δελτίων ειδήσεων, διασπείρει την εικόνα ότι είμαστε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, ενώ ολοένα και περισσότερο γίνεται αντιληπτό ότι βρισκόμαστε σε κατάσταση μετάβασης από ένα ηπιότερο σε ένα αγριότερο και προς το παρόν ανώνυμο στη διεθνή βιβλιογραφία μοντέλο καπιταλιστικής συσσώρευσης. Τα μέτρα λαμβάνονται δήθεν κατ’ εξαίρεση και υπό πίεση κι έτσι εμπεδώνονται στη συνείδηση μιας μερίδας του κόσμου ως αναγκαία, καθώς άλλωστε αξιώνει και η (φιλο)κυβερνητική ρητορεία (υστερία) των δελτίων των «8».

Ο πρώτος ήρωας το παραμυθιού είναι ο πολυπρόσωπος μπαμπούλας. «Δεν είναι η ιδεολογία μας αυτή, αλλά το κάνουμε για να σώσουμε τη χώρα» είναι η συνήθης επιχειρηματολογία των απολογητών της σκληρής πολιτικής που ακολουθείται. «Είναι άδικα αλλά αναγκαία» λέει το άλλο γνωστό κλισέ. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι πρόκειται για λόγο που καταργεί εν τοις πράγμασι τη δημοκρατία και την πολιτική, πρόκειται για απόλυτο βιασμό της γλώσσας, χορταστικότατη ειρωνεία και εμπαιγμό της μέσης συνείδησης. Ο μπαμπούλας είναι ο μπαμπούλας της πτώχευσης, της χρεοκοπίας, της παύσης πληρωμών, της απώλειας των καταθέσεων, των περιουσιών κ.ο.κ και επισείεται ως μοχλός θεσμοποίησης του τρόμου. Ας σκεφτούμε σε τι διαφέρει το σημερινό σκηνικό και η φρασεολογία από τις παραμονές των πραξικοπημάτων που έχει ζήσει η πρόσφατη ελληνική Ιστορία. Τότε που ξαφνικά έρχεται ένας «γιατρός», τότε ήταν η Χούντα, σήμερα το ΔΝΤ, να βάλει τη χώρα στο γύψο. Για να παρθούν τα μέτρα που θα ήταν αδύνατο να παρθούν υπό άλλες συνθήκες, από ένα αποσαθρωμένο και κοινωνικά αποξενωμένο ΠΑΣΟΚ. Ο μπαμπούλας του μνημονίου λειτουργεί και ως φόβητρο για την κοινωνική πειθάρχηση, μα κυρίως για τον περιορισμό της εσωκομματικής ανησυχίας. Πρόκειται για ένα όπλο στρατηγικής μιας πολιτικής εξουσίας ανήμπορης να παράγει πολιτική, ικανής μόνο να θέτει περιορισμούς. Εξού και η έξαρση της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, αυτό το όργιο καταστολής που δεν έχει προηγούμενο τα τελευταία 20 χρόνια. Η ατμόσφαιρα της ελληνικής κοινωνίας εκτός από νοσηρή είναι και πολεμική. Το σύστημα, για να θυμηθούμε και τον Αλτουσέρ, χρησιμοποιεί σε ένταση όλους τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του. Η καταστολή είναι το ύστατο καταφύγιο μιας εξουσίας ανελαστικής και φοβικής που τρέμει και τη σκιά της και αγωνίζεται να διασώσει το σαρκίο της. Μια κατ’ ουσίαν αμυντική πολιτική στάση στο κοινωνικό πεδίο από μια εξουσία που ζητεί με ρητορεία τη συναίνεση, ενώ καταφεύγει στη βία και εξαλείφει και τις τελευταίες προϋποθέσεις κοινωνικής ειρήνης.

Ο άλλος ήρωας του παραμυθιού είναι οι νεότερες γενιές, η γενιά μου. Υπήρξε μια βιασύνη στον χαρακτηρισμό της ως «γενιά των 700 ευρώ». Γρήγορα έγινε των 600 και σε δυο χρόνια των 500, αλλά σήμερα δεν είναι τα ευρώ το μείζον όσο ο νοσηρός αέρας που αναπνέουμε στη χώρα και ειδικά στην πρωτεύουσα. Είπαμε: No future generation. Τα κακά παιδιά αυτής της γενιάς, κάνουν διδακτορικά και αγωνίζονται να απεγκλωβιστούν από το οικογενειακό σπίτι. Παίρνουν συμβολικούς μισθούς, φτιάχνουν blog, βλέπουν νέο ελληνικό κινηματογράφο, ακούνε indie και ηλεκτρονική μουσική, συχνάζουν στα Εξάρχεια και την Καρύτση, καπνίζουν στριφτό, τρώνε λίγο και πίνουν πολύ. Κατεβαίνουν ασύντακτα στις πορείες, κινούνται μεταξύ ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΣΥΡΙΖΑ και αντιεξουσιαστικού χώρου, διαβάζουν και κρέμονται από τα χείλη του Ζίζεκ και του Μπαντιού. Είναι απείθαρχα σώματα, τη στιγμή που η κοινωνική προσδοκία τους θέλει πειθήνια πνεύματα. Και κυρίως έχουν στο νου τους την απόδραση στο εξωτερικό. Μια από τις πιο ύπουλες κοινωνικές συνέπειες της κρίσης.

Γιατί είναι φανερό πως οι κοινωνικές συνέπειες της κρίσης δεν έχουν εμφανιστεί. Έχει πολύ αίμα ακόμα ο δρόμος. Οι γρατζουνιές του Χατζηδάκη είναι απλώς ένα πρελούδιο. Τα όργανα κουρδίζονται, η Φούγκα θα ακολουθήσει, καθώς η κοινωνία κάτω από τον ζυγό του Μνημονίου θα είναι μια άλλη κοινωνία από αυτή που είχε συνηθίσει να έχει απέναντί του το πολιτικό κατεστημένο: ισοπεδωμένη, κατακερματισμένη, αναστατωμένη. Το κοινωνικό κράτος μας τελείωσε. Τα σαρκοβόρα όρνεα των αγορών πλιατσικολογούν πάνω στα πτώματα που αφήνει πίσω του ο οδοστρωτήρας της νέας ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων. Κι όποιος αναρωτιέται γιατί δεν ξεσπά η εξέγερση, ας μην ξεχνά ότι ποτέ ιστορικά δεν υπήρξε απόλυτος χρονικός αυτοματισμός και συγχρονισμός μεταξύ των κρίσεων και των κοινωνικών αντιδράσεων. Χώρια που η ίδια η Ιστορία επιφυλάσσει πάντα εκπλήξεις.

Κι αν η επιστήμη δυσκολεύεται να ερμηνεύσει τα επιφαινόμενα και τα παρεπόμενα της κρίσης (ο Ηλίας Νικολακόπουλος τις προάλλες κλείνοντας την ομιλία του στην εκδήλωση των ΑΣΚΙ δήλωσε αδύναμος), ο νέος ελληνικός κινηματογράφος, που γνωρίζει μια πρωτοφανή άνθιση, απλώνει το βλέμμα του στα νέα πεδία συγκρούσεων ψηλαφώντας τα νέα δεδομένα. Δείτε το Attenberg, τον Κυνόδοντα και τη Χώρα Προέλευσης και θα καταλάβετε τι υλικό σιγοβράζει. Η Τέχνη συλλάμβανε πάντα πρώτη το άρρητο και το ανέκφραστο. Ο μετασχηματισμός των ανθρώπινων σχέσεων και η μετατροπή του πολιτιστικού προτύπου είναι κάτι που το συζητάμε αλλά μάλλον έχει έρθει η ώρα να ζήσει η κοινωνία τις συνέπειες του. Είναι νομίζω το κρίσιμο πεδίο από το οποίο θα κριθεί το θετικό ή αρνητικό πρόσημο του αύριο. Μιας και σήμερα όλα φαντάζουν θολά και άδηλα. Την ελπίδα την έδωσε ο Ζίζεκ προχτές. Τουλάχιστον, είπε, θα λέμε ότι ζήσαμε σε κακούς, δύσκολους αλλά ενδιαφέροντες καιρούς.

Η Ιστορία είπαμε κρύβει εκπλήξεις. Υπάρχουν δυνάμεις που ψηλαφούν το καινούργιο, που διαμορφώνουν νέα βλέμματα. Είναι οι μοναχικές ομάδες των ανένταχτων, ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τα νέα συνδικάτα, τα πρωτοβάθμια σωματεία, τα κοινωνικά κινήματα, οι διαφωνούντες, όσοι απαγκιστρώνονται από το ΠΑΣΟΚ, οι στρατιές των νέων φοιτητών, εργαζόμενων και ανέργων. Το ζητούμενο είναι να γίνουν οι κατάλληλες ζυμώσεις και να βρεθεί κοινός βηματισμός. Προς το παρόν, ας είμαστε σε εγρήγορση, να δυναμώνουμε τις αντιστάσεις και να πιέζουμε τους όποιους φορείς να μετατρέψουν τη διαμαρτυρία σε θετική πρόταση. Αν μπορούμε να διακρίνουμε στο θολωμένο ιστορικό ορίζοντα μια ευνοϊκή προοπτική, ένα οιωνεί «τέλος», αυτό σίγουρα θα έχει ελευθεριακό χαρακτήρα και θα σχετίζεται με την πραγμάτωση αριστερών ονείρων.

Το ζήτημα της συμμετοχής παραμένει κρίσιμο. Οι όποιες αλλαγές πρέπει να γίνουν μέσα από διαδικασίες συμμετοχής καινούργιες και αρμόζουσες στις νέες απαιτήσεις. Χρειάζεται να εφεύρουμε θεσμούς συμμετοχής και ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για την αριστερή επινοητικότητα. Η Αριστερά πάσχει από το σύνδρομο του κακού δασκάλου που περιμένει χαιρέκακα να κοκκινίσει με το στυλό του κόλλες. Ας φανταστούμε ένα άλλο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, νέες μορφές δράσης, απόφασης, διακυβέρνησης. Η Αριστερά δεν βρίσκεται στον κόσμο για να επιβεβαιώσει ιερές γραφές. Η φορμαλιστική θεσμομανία της Δημοκρατικής Αριστεράς, η ρητορεία περί επανίδρυσης του κράτους του Καραμανλή με την, ακόμα την περιμένουμε, μεταρρύθμιση στη Δημόσια Διοίκηση και η «συμμετοχική δημοκρατία» της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης δεν είναι οι απαντήσεις που αναζητούμε.

Ο Βαγγέλης Μουρίκης στο εξαίσιο Attenberg της Αθηνάς Τσαγγάρη που παίζεται στα σινεμά της πόλης, ετοιμοθάνατος από την κακιά αρρώστια του σύγχρονου πολιτισμού απευθύνεται ως παιδί του ύστερου διαφωτισμού στην ανώριμη και μισάνθρωπη κόρη του, παιδί της μεταμοντέρνας σύγχυσης: «Λυπάμαι που σ’ αφήνω στο νέο αιώνα χωρίς να σ’ έχω μάθει τίποτα….Φτιάξαμε έναν άθλιο πολιτισμό και νομίσαμε ότι κάναμε επανάσταση». Αυτή είναι η μοίρα μιας προβληματικής χώρας που πέρασε απότομα από τις στάνες στην ηλεκτρονική εποχή χωρίς τη δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού της στον παγκόσμιο χάρτη και με την ένταξή της στα διεθνή σχήματα από περίπλοκη έως αδύνατη. Λυπάμαι που δεν βλέπω ανάλογη γενναία αυτοκριτική στις γενιές της Μεταπολίτευσης παρά μόνο ενοχικά βλέμματα απέναντι στα παιδιά τους. Δριμύ επέρχεται το χάσμα των γενεών ως αναπαλαιωμένο συγκρουσιακό μοτίβο της νέας εποχής. Τουτέστιν, πάλι άγονη σύγκρουση, αταξική, χωρίς υψηλό διακύβευμα.

Το μέλλον λοιπόν καθίσταται πάλι αντικείμενο διερώτησης. Η Αριστερά κοιτάει το σημείο στίξης αμήχανη, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει, τι πρέπει να κάνει. Ξέρει μόνο ότι χρειάζεται δράση και ανασύνταξη. Και ο Ζίζεκ, πάντα από ριζοσπαστική σκοπιά, μας δείχνει το δρόμο: «Οφείλουμε να ρισκάρουμε βήματα στην άβυσσο του Καινούργιου σε εντελώς δυσμενείς συνθήκες, οφείλουμε να επινοήσουμε εκ νέου πλευρές του Καινούργιου έστω και μόνο για να διατηρήσουμε ό, τι ήταν καλό στο παλιό». Το μέλλον δεν μπορεί να είναι ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός. Αλλά, δυστυχώς απ’ ό, τι φαίνεται πρέπει πάλι να κάνουμε υπομονή.